Ο λόγος ως μέσο προώθησης του ρατσισμού στην Ελλάδα

eplogos

H δρ. Ευφροσύνη Δεληγιάννη

Μία κριτική ανάλυση των «φραστικών εργαλείων» που χρησιμοποιεί η Χρυσή Αυγή και όχι μόνο από την ακαδημαϊκό Ευφροσύνη Δεληγιάννη.

«Η γλώσσα είναι το όργανο με το οποίο αναπαράγεται η ιδεολογία και, ως εκ τούτου, παίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η ισχύς μέσα στην κοινωνία» αναφέρει ο γλωσσολόγος και θεμελιωτής της μεθόδου της κριτικής ανάλυσης του λόγου στον τομέα της γλωσσολογίας, Norman Fairclough στην μελέτη του, «Language and Power», μελέτη σταθμό για το διεπιστημονικό χώρο της κοινωνιογλωσσολογίας.

Το παραπάνω πόρισμα του Fairclough είναι και η θεωρητική βάση στην οποία η ομογενής γλωσσολόγος, και υπεύθυνη του προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου New South Wales University, δρ. Ευφροσύνη Δεληγιάννη, θα αναλύσει και θα παρουσιάσει την επόμενη Πέμπτη σε διάλεξή της που φέρει τον τίτλο «Η ρατσιστική ομιλία στον Ελληνικό Δημόσιο Λόγο: Η διαιώνιση μίας ρατσιστικής ιδεολογίας» μία κριτική θεώρηση των «φραστικών εργαλείων» που χρησιμοποιεί η Χρυσή Αυγή για να προάγει το ρατσισμό στην ελληνική κοινωνία. Και ενώ ο λόγος της Χ. Αυγής είναι, λίγο έως πολύ, γνωστός για τα ρατσιστικά μηνύματα που μεταφέρει εκείνο που δεν είναι ευρύτερα γνωστό και θα αποδείξει η ομογενής γλωσσολόγος είναι το θλιβερό γεγονός ότι αυτόν τον ίδιο λόγο έχουν πλέον υιοθετήσει και αναπαράγουν όλοι οι πολιτικο-ιδεολογικοί χώροι στη γενέτειρα.

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ: ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ

Όλα ξεκίνησαν πριν από ενάμισι περίπου χρόνο όταν η ομογενής γλωσσολόγος, δρ. Ευφροσύνη Δεληγιάννη άρχισε να αντιλαμβάνεται, παρακολουθώντας τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι ο λόγος γινόταν όλο και περισσότερο ρατσιστικός. Τότε αποφάσισε να δει κατά πόσο αυτό μπορεί να τεκμηριωθεί επιστημονικά.
«Ήθελα να εξετάσω κατά πόσο η γλώσσα μας θεωρεί πλέον τα ρατσιστικά σχόλια κάτι το τετριμμένο αλλά και το κατά πόσο αυτό επηρεάζει την ιδεολογία μας. Γιατί συνήθως η σχέση μεταξύ λόγου και κοινωνικών δομών είναι αμφίδρομη. Ήθελα να δω κατά πόσο ισχύει αυτό και πώς μπορώ να το αποδείξω με την ανάλυση των συγκεκριμένων δεδομένων» αναφέρει στο «Νέο Κόσμο».

Ως αφετηρία της χρησιμοποίησε την ιστοσελίδα της Χρυσής Αυγής αλλά και άλλες εκφάνσεις της μιντιακής παρουσίας του κόμματος όπως blogs και ομιλίες βουλευτών και μελών της ως δείγματα του προφορικού λόγου του κόμματος.

«Επέλεξα τη Χρυσή Αυγή γιατί εκεί υπάρχει μεγάλη ένταση στη ρατσιστική ομιλία. Ήθελα να δω αυτό που εκφράζει μία ακροδεξιά και εξτρεμιστική ιδεολογία από τη μία πλευρά, το αντίστοιχο όσον αφορά την αριστερά, και αυτό που αντιπροσωπεύει το μέσο χώρο» προσθέτει.

Δεν ήταν όμως η κριτική ανάλυση του δημόσιου λόγου της Χ. Αυγής που την συντάραξε αλλά η συσχέτιση αυτού του δημοσίου λόγου του εξτρεμιστικού ακροδεξιού κόμματος με αυτόν άλλων πολιτικών δυνάμεων ακόμα και αυτού της αριστεράς.

«Υπάρχουν πολλά κοινά και δεν θα επεκταθώ πολύ αυτή τη στιγμή, θα αρκεστώ στο να δώσω ένα δύο παραδείγματα. Καταρχήν οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν όλοι οι πολιτικο-ιδεολογικοί χώροι. Θα σταματήσω σε μία εξ αυτών, την επιχειρηματολογία και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται. Το πώς δηλαδή χρησιμοποιούν την επιχειρηματολογία για να αποπροσανατολίσουν, καθώς υιοθετούν μία συγκεκριμένη οπτική γωνία από την οποία αναλύουν ένα θέμα, με στόχο να παγιδεύσουν τον ακροατή ή τον αναγνώστη για να δει τα πράγματα από αυτή τη συγκεκριμένη δική τους οπτική γωνία. Για παράδειγμα σε κάποια δημοσιογραφικά άρθρα βλέπουμε παρά πολύ συχνά τη χρήση της αντωνυμίας ‘εμείς’. ‘Εμείς οι οποίοι πιστεύουμε στη δημοκρατία’ ή ‘εμείς που πρεσβεύουμε αυτή τη θέση’. Αυτό σημαίνει ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να ταυτιστεί με τον αναγνώστη και να τον πάρει με το μέρος του. Αυτό υποδηλώνει αυτόματα και την ύπαρξη του ‘άλλου’ γεγονός που επίσης αυτόματα δημιουργεί και αυτό που λέμε διαχωρισμό ή διαφοροποίηση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων».

H θεωρία του Fairclough για την ύπαρξη και συμμετοχή δύο υποκειμένων στο συνεχή λόγο (discourse) που είτε ηθελημένα είτε άθελά τους γίνονται ενεργά μέλη σε αυτήν την προσπάθεια δόμησης μίας κοινωνικής πραγματικότητας μέσα από το δημόσιο λόγο έρχεται να βρει πρακτική εφαρμογή στη σημερινή και με έντονα ρατσιστικά στοιχεία ελληνική κοινωνία. «Τα χαρακτηριστικά τα οποία συνθέτουν ‘εμάς’, δηλαδή τα μέλη της ομάδας είναι κοινά, ομοιογενή και εμείς πρεσβεύουμε το κανονικό και το σωστό. Αυτό μας διαφοροποιεί από οτιδήποτε ξεφεύγει, οτιδήποτε παρεκκλίνει απ’ αυτό που εμείς θεωρούμε κανονικό. Δηλαδή στην περίπτωση της Χ. Αυγής αυτά τα δύο υποκείμενα που δομεί ο λόγος της είναι το ‘εμείς’ που αναφέρεται σε ‘εμάς που αγαπάμε την πατρίδα και είμαστε Έλληνες’ ενώ το ‘άλλο’ ή οι… ‘άλλοι’ είναι οι ξένοι, οι μετανάστες. Στην περίπτωση μίας άλλης ιδεολογικής παράταξης, για παράδειγμα της Νέας Δημοκρατίας το ‘εμείς’, αναφέρεται στους καλούς πολίτες και το οι… ‘άλλοι’ στην αντιπολίτευση, στους χρυσαυγίτες, στους αντιπάλους μας. Το θέμα είναι ότι κάποιες φορές, στην περίπτωση της κυβέρνησης κυρίως, υπάρχει η τάση να υιοθετεί τα συνθήματα της Χ. Αυγής και αυτή είναι η μεγάλη παγίδα. Δηλαδή το γεγονός ότι βάζει τα ίδια συνθήματα σε ένα άλλο εννοιολογικό πλαίσιο, τα προσεταιρίζεται και στη συνέχεια αυτά τα συνθήματα θεωρούνται πλέον κοινός τόπος και κοινά αποδεκτά από την κοινωνία».

ΓΛΩΣΣΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Η ομογενής ακαδημαϊκός δεν θεωρεί ότι η ελληνική ή άλλη γλώσσα του πλανήτη μας έχει εκ προοιμίου την προδιάθεση για δόμηση ρατσιστικών μηνυμάτων. Δεν έχει όμως και την ίδια άποψη για την εκκλησία, έναν άλλο ιδιαίτερα ισχυρό θεσμό στο ελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.