GREEK – AUSTRALIANS

ΠΑΤΡΙΣ, ΑΥΣΤΡΑΛΙΣ, ΕΛΛΗΝΙΣ, ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

        ΠΑΤΡΙΣ, ΑΥΣΤΡΑΛΙΣ, ΕΛΛΗΝΙΣ
          ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

film0000684jpg

Περιόδους λάμψης αλλά και απαξίωσης έζησε η Ελληνική κρουαζιέρα, ξεκινώντας τα πρώτα βήματά της το 1954 όταν ο Ελληνικός Οργανισμός εγκαινίασε τις πρώτες κρουαζιέρες στα Ελληνικά νησιά. Εκείνη την εποχή το λιμάνι του Πειραιά αντιπροσώπευε το ιδανικό σημείο απόπλου για τα κρουαζιερόπλοια που επισκέπτονταν τα Ελληνικά νησιά, την Ασιατική και την Αφρικανική ήπειρο· ήταν κόμβος ταξιδίων για την ανατολική Μεσόγειο και μεταξύ των δημοφιλών τουριστικών προορισμών.

MIGRATION

Το 1963 ξεκινάει τη δραστηριότητά του ο Ομιλος Χανδρή. Ο Αντώνης Χανδρής συνδέει την Ελλάδα με την Αυστραλία με τα πλοία «Ελληνίς», «Αυστραλίς» και «Πατρίς». Εκεινα τα χρόνια τα πλοία αυτα εξυπηρετούν το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα της Ελλαδας προς την Αυστραλία. Από τα καταστρώματα αυτών των καραβιών πολλά δακρυσμένα μάτια είδαν για τελευταία φορά την Ελλάδα. Αυτά τα καράβια μετέφεραν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες και κρατούν καλά φυλαγμένα τον πόνο, τα δάκρυα, την απελπισία που βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι καθώς το καράβι τους μετέφερε σε ένα λιμάνι από όπου θα ξεκινούσε η οδύσσεια του καθενός!

Σήμερα φιλοξενούμε μια συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. ‘Αγγελος Μποροδήμος, μηχανικός του «Πατρίς», «Ελληνίς» και «Αυστραλίς», στον Θωμά Τσαμούρα, εκφωνιτή του Ράδιο Σύμπαν και επιβάτη του «Πατρίς» σε ηληκια 6 ετων!

Ο κ. Άγγελος Μποροδήμος που μένει στο Μεσολόγγι με συγκίνηση και αγάπη απήυθυνε θερμό χαιρετισμό στους μετανάστες που τελικά ρίζωσαν στην νέα πατρίδα. Ακόμα θυμάται τα δακρυσμένα μάτια και την αγωνία στα πρόσωπα αυτών που έφευγαν καθώς μπροστά τους απλωνόταν ένα αβέβαιο μέλλον.

     946708_10201653341433312_1409486357_n   ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΜΟΥΡΑΣ

Θ.Τ.: Κύριε Μποροδήμο, σας ευχαριστώ για το χρόνο σας να μιλήσετε στην εκπομπή Ραδιο Ζευξη με την Καλυμνο, του Ράδιο Σύμπαν. Είμαι σίγουρος ότι η σημερινή εκπομπή θα φέρει δάκρυα στα μάτια πολλών μεταναστών καθώς θα θυμηθούν με νοσταλγία εκείνα τα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης. Πέστε μας, ποιά ήταν η ειδικότητά σας στα καράβια αυτά.

Α.Μπ.: Ήμουν μηχανικός, δόκιμος.

Θ.Τ.: Πόσα ταξίδια έχετε κάνει προς Αυστραλία;
Α.Μπ.: Μια δεκαετία ολόκληρη. Απο το 1959 εως το 1970.
.
Θ.Τ.: Θυμάστε να μας πείτε πότε ακριβώς ήρθε το “Aυστραλίς” στην Ελλάδα από Αμερική και πότε ξεκίνησαν τα ταξίδια προς Αυστραλία; Μάλιστα, έχω διαβάσει ότι το Αυστραλίς ηταν το δεύτερο μεγαλύτερο επιβατικό πλοίο της Αμερικής!
Α.Μπ.: Όλα ξεκίνησαν όταν η εταιρεία Χανδρή υπέγραψε συμφωνία να μεταφέρει μετανάστες από Ελλάδα προς Αυστραλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄60. Άρχισε τότε να αγοράζει καράβια. Τον Οκτώβριο του 1964 αγόρασε το “S.S. America” το οποίο και μετονόμασε “SS Australis”. Οι επισκευές κράτησαν περίπου τρία χρόνια. Είχαν έρθει δύο καπεταναίοι Εγγλέζοι και ένας μηχανικός ο Τζον Πέτεν. Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Πετρόπουλος ήταν αυτός που ανέλαβε το βαπόρι στην αρχή. Το καράβι ρυμουλκήθηκε από δύο μεγάλα Ολλανδικά βαπόρια στο λιμάνι του Πειραιά.
>
Θ.Τ.: Πέστε μας λίγα λόγια για το “Πατρίς”.
Α.Μπ: Το αγόρασε η εταιρεία Χανδρή το 1959. Το πήγαν για επισκευές και μετατροπή στο North Shields και μετά από τρεις βδομάδες το Πατρίς ανακαινίζετε και αποκτάει καμπίνες με δυνατότητα να φιλοξενήσει 1000 επιβάτες στην τουριστική θέση και 36 θέσεις για επιβάτες πρώτης κατηγορίας. Αμέσως μπαίνει στη γραμμή Ελλάδα-Αυστραλία μεταφέροντας αμέτρητες χιλιάδες Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Συνολικά έκανε 91 ταξίδια στην Αυστραλία μεταξύ 1959 και 1975! Τo παρθενικό του ταξίδι στην Αυστραλία ξεκίνησε από Πειραιά στις 14 Δεκεμβρίου 1959 μέσω της διώρυγας του Σουέζ , Τζιμπουτί στο λιμάνι της δυτικής Αυστραλίας Fremantle, στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ όπου έφθασε στις 9 Ιανουαρίου 1960.
.
Θ.Τ.: Κάποια εμπειρία που έχει μείνει ζωντανή στη μνήμη;
Α.Μπ.: Θυμάμαι χαρακτηριστικά δυό νέους, ο ένας από τα Τρίκαλα και ο άλλος από την Καρδίτσα. Ήταν και οι δύο στις κουπαστές. Εγώ είχα πάει να ελέγξω όταν είδαν τον έναν να έχει κρεμαστεί, έτοιμος να πηδήξει. Κατάφερα και τον τράβηξα… Τον άρπαξα από τα μαλλιά. Την ώρα εκείνη έφυγε ο άλλος και πήδηξε μέσα στο νερό. Ειδοποίησα τη γέφυρα και οι ναύτες κατέβηκαν και τον σώσανε. Ευτυχώς το παλικάρι δεν πνίγηκε… Αξέχαστα όλα αυτά. Ο κόσμος ήταν φοβισμένος, ένοιωθε πως ξεριζώνεται. Αισθάνονταν ότι πήγαιναν προς το θάνατο. Οι περισσότεροι έβλεπαν το μέλλον αβέβαιο και δεν ξέρανε ποιά θα ήταν η κατάληξή τους. Πάντως μπορώ να πω, ότι όλο το πλήρωμα, είμασταν περίπου 170 άτομα, τους συμπονούσαμε αυτούς τους ανθρώπους.
.
Θ.Τ. Το «Αυστραλίς» πώς το συγκρίνεται με το «Πατρίς»;
Α.Μπ: Δεν υπάρχει καμμία σύγκριση. Το «Αυστραλίς» ηταν το δεύτερο μεγαλύτερο υπερωκεάνειο της Αμερικής την εποχή που το αγόρασε ο Χανδρής και το έφερε στην Ελλάδα. Το «Πατρίς» ηταν πολυ πιο μικρώτερο και δεν είχε την τεχνολογία του «Αυστραλίς». Επίσης το «Πατρίς» είχε ενα πρόβλημα απο το σχεδιαστή του. ‘Οταν ταξίδευε έπρεπε να προσέχουμε γιατι υπήρχε κίνδυνος να πάρει φωτιά στο μηχανοστάσιο. Μάλιστα, ο ‘Αγγλος που σχεδίασε το «Πατρίς» προσπάθησε μια ολόκληρη ζωη να βρει την βλάβη, αλλά δεν τα κατάφερε.
.

Θ.Τ. Πότε και γιατί σταμάτησαν να μεταφέρνουν μετανάστες τα καράβια αυτα;
Α. Μπ: Η χρήση των υπερωκεάνιων άρχισε να τερματίζεται με την εξέλιξη των αεροπορικών συγκοινωνιών. Από τη δεκαετία του 1970 άρχισαν σιγά σιγά να αποσύρονται και να μετατρέπονται σε ποντοπόρα κρουαζιερόπλοια στο νεο τουριστικό κλάδο που ανθεί εως σήμερα.
.
Θ.Τ.: Τί απέγιναν αυτά τα τρια καράβια;
Α.Μπ.: Το «Πατρίς» το πήρε η εταιρεία “Καραγιώργης” το 1979, και έκανε για ένα διάστημα δρομολόγια Πάτρα-Ιταλία. Στην συνέχεια το πουλήσανε στους Ασιάτες, και μαζί με το «Ελληνίς» διαλύθηκε το 1987 στο Πακιστάν….
Το «Αυστραλίς» βρίσκεται στους Κανάριους Νήσους… Κομμένο στα δύο διαλύεται σιγά σιγά από τα κύματα του Ατλαντικού.

.
Θ.Τ.: Πράγματι, δακρύζει κανείς στη θέα αυτών των καραβιών που …πεθαίνουν τόσο άδοξα. Κύριε Μποροδήμο, σας ευχαριστώ για το χρόνο σας. Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι πριν κλείσουμε την εκπομπή;
Α.Μπ.: Θα ήθελα να μεταφέρω τους χαιρετισμούς από τον Ζαχαρόπουλο το μηχανικό, τον Γιώργο Τζαμάρα επίσης μηχανικό, τον καπετάν Γιάννη από την Πάτρα. Έχουμε ακόμα επικοινωνία και όλοι θυμόμαστε εκείνα τα χρόνια με μεγάλη νοσταλγία. Οι στιγμές αυτές αποτελούν μέρος της ιστορίας του Ελληνισμού. Εύχομαι σε όσους ταξίδεψαν με αυτά τα καράβια να είναι πάντα καλά.

Πηγή: studio3newcastle.com

GREEK AUSTRALIAN: H Ελληνική Ομογένεια στην Αυστραλία

1-fef06c5d6c

Ο Αύγουστος είναι ο μήνας που η ελληνική ομογένεια της Αυστραλίας έχει τα γενέθλιά της αφού αυτό το μήνα (αποδεδειγμένα) πάτησαν το πόδι τους για πρώτη φορά οι Έλληνες της Αυστραλίας και τον ίδιο μήνα αποφασίστηκε η ίδρυση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτορίας. Συγκεκριμένα η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης ιδρύθηκε το 1897, είναι γηραιότερη από την Αυστραλιανή Συνομοσπονδία. H ιδρυτική συνέλευση της Κοινότητας αποφασίστηκε στις 22 Αυγούστου του 1897. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά στις 5 Αυγούστου του 1895 οι ελάχιστοι τότε Έλληνες της Αυστραλίας ζητούσαν με επιστολή τους από τον τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ιερέα για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών τους αναγκών. Πότε πάτησε πόδι ο πρώτος Έλληνας στην Αυστραλία; Δεν είναι εξακριβωμένο!

ΟΙ ΥΔΡΑΙΟΙ

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο πρώτος Ελληνας που έφτασε στην Αυστραλία ήταν κάποιος Δαμιανός Γκίκας, που μεταφέρθηκε στο Sydney ως κατάδικος το 1802. Λέγεται ότι ο Γκίκας ήταν Υδραίος καπετάνιος, συνελήφθη άδικα σαν πειρατής από ένα εγγλέζικο πολεμικό και καταδικάστηκε σε εξορία στην Αυστραλία. Ωστόσο, η ιστορία αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με σιγουριά, αφού δεν υπάρχει τίποτα σχετικό στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας. Σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα αυστραλιανών εφημερίδων της δεκαετίας του …1820, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στο Σίδνεϊ το 1803! Άλλα δημοσιεύματα (το 1947 στη Βραδυνή, το 1962 στο περιοδικό Πάνθεον και το 1972 στα Υδραϊκά Νέα) κάνουν λόγο για διάφορους Έλληνες που φέρονται να έφτασαν στην Αυστραλία λίγο αργότερα. Δηλαδή μεταξύ 1803 και 1820. Σύμφωνα όμως με δημοσίευμα της εφημερίδας The Gold Coast Bulletin που αναφέρεται στην μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία, ο πρώτος που πάτησε το πόδι του σε αυστραλιανό έδαφος ήταν ο Γιώργος Πάπας το 1814. Ο Πάπας, όπως αναφέρεται ήταν μέλος στο πλήρωμα του βρετανικού στόλου εποικισμού, και όταν έφτασε στην Αυστραλία, αφού εγκατέλειψε το πλοίο του, παντρεύτηκε μία ιθαγενή (Αβορίγινα) και εγκαταστάθηκε στο Σίδνεϊ. Οι επόμενοι Έλληνες που έφτασαν στην πέμπτη ήπειρο ήταν 7 Υδραίοι ναυτικοί που συνελήφθηκαν από το Βασιλικό Βρετανικό Ναυτικό για πειρατεία και στάλθηκαν στην Αυστραλία ως κατάδικοι το 1829. Οπως και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, οι πρώτοι Ελληνες που αποίκισαν την Αυστραλία ήταν βαρυποινίτες, οι οποίοι εξορίστηκαν από τις βρετανικές αρχές περίπου ως δούλοι στη μακρινή ήπειρο γλιτώνοντας τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση. Αυτοί οι πρώτοι Ελληνες άποικοι ήταν επτά ναυτικοί που στάλθηκαν σιδηροδέσμιοι από την κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος στην Αυστραλία τον Αύγουστο του 1829, μετά την καταδίκη τους για πειρατεία. Ηταν το πλήρωμα της σκούνας “Ηρακλής” που είχε κουρσέψει το βρετανικό εμπορικό μπρίκι “Αλκηστη” στις 29 Ιουλίου 1827 έξω από τη Μάλτα. Πλοίαρχος του ελληνικού πλοίου ήταν ο Αθηναίος Αντώνης Μανώλης, και το πλήρωμά του αποτελούσαν οι Υδραίοι Δαμιανός Νινής, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Βασιλάκης, Κωνσταντίνος Στρουμπούλης, Νικόλαος Παπανδρέου και Γεώργιος Λαρίτσος. Από τους Βρετανούς είχαν πάρει το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου τους (πιπέρι, σκοινιά, σκεύη, θειάφι), χωρίς να πειράξουν τους ναυτικούς. Δυο μέρες αργότερα, η ελληνική σκούνα έπεσε πάνω στο γρήγορο βρετανικό πολεμικό Gannet, το οποίο εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης. Με τον έλεγχο, ανακαλύφτηκε η πειρατική λεία, και ο “Ηρακλής” οδηγήθηκε με το ζόρι στη Μάλτα. Εκεί οι έμποροι που είχαν προμηθεύσει την “Αλκηστη” αναγνώρισαν την πραμάτεια τους. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεψε και το ίδιο το βρετανικό πλοίο στη Μάλτα και οι ναυτικοί του αναγνώρισαν τους πειρατές. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η οδύσσεια των επτά νεαρών Ελλήνων. Σε πέντε μήνες οδηγούνται στο ειδικό δικαστήριο της Μάλτας, όπου προεδρεύει ο αντιναύαρχος σερ Εντουαρντ Κόνδριγκτον. Τραγική ειρωνεία. Ο Κόνδριγκτον είναι βέβαια ο γνωστός ναύαρχος του αγγλικού στόλου, κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, που έσωσε την ελληνική επανάσταση τέσσερις μόλις μήνες νωρίτερα. Αλλά ο Κόνδριγκτον δεν είχε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια στους Ελληνες και πολύ λιγότερο στους Ελληνες πειρατές. Είχε στείλει πέντε φορές έγγραφες διαμαρτυρίες προς την ελληνική επαναστατική ηγεσία και την είχε επισκεφτεί στο Ναύπλιο, ζητώντας την περιστολή της πειρατείας, απειλώντας να πάρει μέτρα. Στη δίκη, πάντως δυσκολεύτηκε να καταδικάσει το πλήρωμα του “Ηρακλή”. Οι ένορκοι (τρεις Αγγλοι, τρεις Μαλτέζοι, τέσσερις Σικελοί, ένας Ισπανός και ένας Γάλλος) είχαν επηρεαστεί από την περιγραφή της επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα και από το γεγονός ότι το πλοίο που υπέστη την πειρατεία κατευθυνόταν προς ένα εχθρικό για τους Ελληνες λιμάνι (την Αλεξάνδρεια). Τελικά οι θανατικές καταδίκες που επιβλήθηκαν δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστούν. Το Λονδίνο αποφάσισε την μετατροπή των ποινών σε καταναγκαστικά έργα στην Αυστραλία. Στο Σίδνεϊ οι επτά Ελληνες ορίστηκαν υπηρέτες των αποικιακών αρχών. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τη δράση τους στην Αυστραλία, όμως κάποιες πηγές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πολύ γρήγορα αξιοποιήθηκαν οι ιδιαίτερες γνώσεις τους στην οινοποιϊα. Τελικά, το 1836, με βασιλική απόφαση, δόθηκε χάρη στους επτά ναυτικούς. Ηδη από το 1834, μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, και κατόπιν ενεργειών των Υδραίων συγγενών τους, κινήθηκε η ελληνική διπλωματία για τον επαναπατρισμό των επτά. Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρίδων Τρικούπης, και τελικά επιτεύχθηκε ελληνοβρετανική συμφωνία για την πλήρη απαλλαγή των ναυτικών και τη μεταφορά τους στην Ευρώπη. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει τα έξοδα της μεταφοράς: 4.921 δραχμές. Από τους επτά οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν. Οι δυο που αποφάσισαν να παραμείνουν στην Αυστραλία και να πάρουν τη βρετανική υπηκοότητα ήταν ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης. Για τον πρώτο δεν είναι γνωστό παρά μόνο ότι εργάστηκε ως κηπουρός και πέθανε το 1880. Ο Βούλγαρης, όμως, είχε καλύτερη τύχη. Αλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ, παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και έκανε δέκα παιδιά και 52 εγγόνια, στους οποίους άφησε μια μικρή περιουσία. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έχουν, όμως, πλέον ενταχθεί στην Ιρλανδική και την καθολική κοινότητα. (ios-press). Οι ιστορίες τους αναφέρονται αναλυτικά στον πρώτο τόμο του έργου “Αυστραλοί και Έλληνες” που κυκλοφόρησε το 1992. Συγγραφέας του ο Hugh Gilchrist, πρώην Αυστραλός διπλωμάτης και συγγραφέας, που έχει γράψει τρεις μνημειώδεις τόμους, περισσότερες από 400 σελίδες ο καθένας, πάνω στο θέμα Αυστραλοί και Έλληνες. Ο Hugh Gilchrist σημειώνει όμως πως δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει πολλές από τις ιστορίες για την άφιξη των πρώτων Ελλήνων. Κατά τον ίδιο η πρώτη επιβεβαιωμένη άφιξη Ελλήνων στην Αυστραλία έγινε τον Αύγουστο του 1829. Ήταν οι επτά ναυτικοί από την Υδρα. Υπάρχουν κι άλλες εξίσου συναρπαστικές ιστορίες που ξεκινούν στην δεκαετία του …1820 και τερματίζονται στην δεκαετία του 1950 αφού τα τρία βιβλία του καλύπτουν αυτή την ιστορική περίοδο. Ποιος γνωρίζει, για παράδειγμα, πως το 1827 στάλθηκε ξυλεία από την Αυστραλία για την ενίσχυση του ελληνικού ναυτικού; Ή ότι η πρώτη Ελληνίδα που πάτησε πόδι στην Αυστραλία ήταν η Αικατερίνη Πλέσσου (Κράμερ) που γεννήθηκε στην αυλή του Αλί Πασσά, αρραβωνιάστηκε τον Ιωάννη Κωλέττη (αργότερα πρωθυπουργό της Ελλάδας), γνώρισε τον Λόρδο Βύρωνα και τελικά παντρεύτηκε έναν βετεράνο της μάχης του Βατερλό, τον στρατηγό Κράμερ και στις 28 Σεπτεμβρίου του 1835 μαζί με ένα πλοίο που μετέφερε 300 κατάδικους έφτασαν στο Σίδνεϊ;

Ο Ελληνικός πληθυσμός Λίγο πριν την ανακάλυψη των πλούσιων κοιτασμάτων χρυσού στην Αυστραλία, είναι ζήτημα αν υπήρχαν περισσότεροι από 4-5 Ελληνες εγκατεστημένοι εκεί. Η ανακάλυψη αυτή δεν αύξησε ιδιαίτερα το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία, όπως συνέβη με μετανάστες από άλλες χώρες. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Ελληνες, παρόλο που στο μεταξύ ο συνολικός πληθυσμός της χώρας είχε σχεδόν τριπλασιαστεί – κύρια λόγω των νέων μεταναστών. Το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία τον 19ο αιώνα άρχισε μετά το 1880. Η απογραφή του 1891 αναφέρει την ύπαρξη 482 ατόμων γεννημένων στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός, όπως και όλοι οι επόμενοι που αναφέρονται σε απογραφές ή εκτιμήσεις, είναι οπωσδήποτε συντηρητικός, αφού δεν συμπεριλαμβάνει τους Ελληνες που γεννήθηκαν στην Αυστραλία, όπως και αυτούς που, για τον ένα ή άλλο λόγο, δεν θέλησαν να καταγραφούν σαν Ελληνες. Αυτοί οι μετανάστες κατάγονταν κύρια από τα Κύθηρα, την Ιθάκη και το Καστελλόριζο, και ήταν αυτοί που έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνοαυστραλέζικης παροικίας και προκάλεσαν το φαινόμενο της αλυσσιδωτής μετανάστευσης, το οποίο οδήγησε στην αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία σε 878 άτομα το 1901 και 1.798 άτομα το 1911. Η αύξηση του Ελληνικού πληθυσμού στην Αυστραλία συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς μέχρι μετά το 1950. Ετσι, το 1921 ο Ελληνικός πληθυσμός της Αυστραλίας αριθμούσε 3.654 άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, ενώ το 1933 υπήρχαν 8.337 Ελληνες στην Αυστραλία και το 1947 12.291. Μετά το 1952 η αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία ήταν ραγδαία. Πράγματι, από το 1953 μέχρι το 1956 έφτασαν στην Αυστραλία σαν μετανάστες περίπου 30.000 Ελληνες, αυξάνοντας έτσι τον Ελληνισμό της Αυστραλίας σε 25.862 άτομα το 1954. Η μετανάστευση από την Ελλάδα κορυφώθηκε από το 1961 μέχρι το 1966, περίοδο κατά την οποία περίπου 69.000 Ελληνες εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία. Οι Ελληνες αριθμούσαν 77.333 το 1961 και 160.200 το 1971. Μετά το 1970 το μεταναστευτικό ρεύμα μειώθηκε και πάλι δραστικά, ενώ ήδη είχε αρχίσει μια αντίστροφη μετακίνηση μεταναστών προς την Ελλάδα, γεγονός που (μαζί με τους θανάτους) είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση των γεννημένων στην Ελλάδα Ελληνοαυστραλών σε 152.908 άτομα το 1976, 146.625 το 1981, και 137.611 το 1986. Φυσικά, οι αριθμοί αυτοί δεν αντιστοιχούν στο σύνολο του Ελληνικού στοιχείου της Αυστραλίας, μια και αφορούν μόνον άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, δηλαδή μετανάστες πρώτης γενιάς. Οπωσδήποτε όμως δίνουν μια σχετικά ακριβή αίσθηση της κινητικότητας Ελλήνων προς την Αυστραλία και μια εκτίμηση για το σύνολο του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία. >; >;

Ο Αυστραλός που έσωσε χιλιάδες Έλληνες

H μνήμη ενός Αυστραλού που φέρεται να έσωσε από την πείνα και τις ασθένειες 108.000 επιζώντες της Ελληνικής Γενοκτονίας τιμάται αυτές τις μέρες στην Αυστραλία. Πρόκειται για τον Ύπατο Αρμοστή των Προσφύγων Τζορτζ Ντιβάιν Τρίλορ (George Devine Treloar), ο οποίος καθώς έφθαναν κατά δεκάδες χιλιάδες οι πρόσφυγες επιζώντες στην Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, φέρεται να βοήθησε πολλούς απ’ αυτούς να βρουν φαγητό, ρουχισμό, στέγη. Να μπορέσουν να ζήσουν και να ορθοποδήσουν. O Πανθρακικός Σύλλογος «Ο Δημόκριτος» σε συνεργασία με την Παμποντιακή Αδελφότητα «Ο Ποντοξενιτέας» του Σίδνεϊ τίμησαν το έργο και τη μνήμη του Τζορτζ Ντιβάιν Τρίλορ, ενός από τους λιγότερο γνωστούς ήρωες της Αυστραλίας. Κύριος ομιλητής ο μικρότερος γιος του, ο Ντέιβιντ Τρίλορ (David Treloar), ο οποίος μέσα από τις φωτογραφίες και τις επιστολές, ανέπτυξε το ιστορικό του έργου του πατέρα του. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που τραβήχτηκαν αυτές οι εκπληκτικές φωτογραφίες (από τον Οκτώβριο του 1922 μέχρι την άνοιξη του 1926) που παρουσιάστηκαν στην Ελληνο-Αυστραλιανή παροικία. Με τρεμάμενη φωνή, ο 73-χρονος σήμερα Ντέιβιντ Τρίλορ αναφέρθηκε στις ιστορίες που του είχαν διηγηθεί οι γονείς του, και ειδικά ο πατέρας του. Το κοινό της Μελβούρνης θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον Ντέιβιντ Τρίλορ και τη θαυμάσια συλλογή του πατέρα του, το ερχόμενο Σάββατο, στο συνέδριο «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ: Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΙΑ», στο δημαρχείο του Μπράνσγουϊκ. Μαζί με τον Άγγλο συνεργάτη του, τον Συνταγματάρχη Πρόκτορ (Proctor), ίδρυσαν περίπου δώδεκα χωριά σε ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη. Ένα από αυτά μέχρι σήμερα τιμά τον Τζορτζ Τρίλορ, φέροντας το όνομά του: το Θρυλόριο Ροδόπης. Πρόκειται για ένα αμιγώς Ποντιακό χωριό, περίπου δώδεκα χιλιόμετρα από την Κομοτηνή. Τα βιογραφικά στοιχεία των Τζορτζ και Ντέιβιντ Τρίλορ, μαζί με σύντομη εισήγηση στην ελληνική γλώσσα, παρουσίασε ο Δρ Παναγιώτης Διαμάντης. «Είναι ιστορική, από κάθε άποψη, η σημερινή παρουσίαση,» τόνισε ο Δρ Διαμάντης. «Μέσα από τις εικόνες και τα γραπτά ενός Αυστραλού, στην άλλη άκρη του κόσμου, εξερευνούμε την ιστορία του Ελληνισμού. Γινόμαστε εξερευνητές και ταυτόχρονα δημιουργοί της Ελληνο-Αυστραλιανής ιστορίας». Στον χαιρετισμό του, ο Γενικός Πρόξενος έδωσε έμφαση στην ιστορία της οικογένειας Τρίλορ, σαν παράδειγμα των κοινών βιωμάτων του Ελληνισμού με τον λαό της Αυστραλίας. Μία κοινή πορεία που πρέπει ο ελληνισμός της Αυστραλίας να προωθεί στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία. Με τη σειρά τους, οι δύο ομογενειακοί σύλλογοι του Σίδνεϊ τίμησαν το έργο και τη μνήμη του Αντισυνταγματάρχη Τρίλορ, κάνοντας τους γιους του, Τζων και Ντέιβιντ, επίτιμα μέλη των συλλόγων «Ο Δημόκριτος» και «Ποντοξενιτέας». Γεννημένος το 1884 στην κωμόπολη της Βικτωρίας Μπαλαράτ, ο Τζορτζ Ντιβάιν Τρίλορ υπηρέτησε με τον Βρετανικό Στρατό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη (Lieutenant Colonel). Το 1919 βρίσκεται πρώτα στη Ρωσία κι ύστερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν υπεύθυνος για χιλιάδες Ρώσους, πρόσφυγες από την Οκτωβριανή Επανάσταση και τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο. Εκεί παντρεύεται την Κάθλιν Μέι Ντους (Kathleen May Douch), το 1923. Η Κάθλιν, μάλιστα, είχε γεννηθεί στην Πόλη το 1901. Ύστερα από δύο χρόνια, και πλέον ως συνεργάτης της Κοινωνίας των Εθνών (League of Nations), φθάνει στη Θεσσαλονίκη. Διορίζεται Ύπατος Αρμοστής των Προσφύγων σε ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη στις 6 Οκτωβρίου 1922, θέση στην οποία υπηρετεί μέχρι το 1926. Την εποχή εκείνη, γεννιούνται δύο από τα τρία παιδιά του: η Ελισάβετ (1925) και ο Τζων (1926). Επέστρεψε στην Αυστραλία το 1929, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 1980, σε ηλικία 96 ετών. Ο μικρός του γιος, ο Ντέιβιντ, γεννήθηκε στο Περθ, όπου και ζει σήμερα. Ύστερα από μια λαμπρή ακαδημαϊκή πορεία στους χώρους της Οικονομικής και της Γεωπονικής επιστήμης, ασχολείται σήμερα με την καταγραφή του ιστορικού αρχείου του πατέρα του.

Πηγή: koutouzis.gr

GREEK AUSTRALIAN: Πρώτοι Έλληνες στην Αυστραλία

ΕΛΛHΝΙΣ

Είχαμε κάποτε δρομολογήσει τη συλλογή φωτογραφιών για ένα λεύκωμα που άρχισε μετά από πρόταση του κ. Αντώνη Αγαπητού (ή Τόνη όπως προτιμούσε να τον αποκαλούν), Έλληνα εξ Αιγύπτου, φωτογράφου και κινηματογραφιστή το επάγγελμα. Ο Τόνη Αγαπητοός είχε από τότε να επιδείξει ένα θαυμάσιο αρχείο δια μέσου δεκαπέντε χρόνων εργασίας στην παροικία της Μελβούρνης.

Θέλουμε μέσω αυτού του πονήματος να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη στον τέως Τόνη Αγαπητό, για την εμπιστοσύνη που έδειξε και την καρτερικότητα μέχρι το βιβλίο (παρ’ όλο που ποτέ δεν εκδόθηκε για λόγους αδιαφορίας από τους τότε υπευθύνους της Ελληνικής κυβέρνησης) να γίνει πραγματικότητα. Να όμως που η Αυστραλιανή κυβέρνηση φάνηκε πιο συνεπής (βλ. πιο κάτω σ’ αυτό το άρθρο).

Σκοπός του λευκώματος αυτού ήταν να αποδώσει μέσα από εικόνες μια από αυτές τις περιόδους της παρουσίας του Ελληνισμού στην πέμπτη ήπειρο, την ήπειρο των μαύρων Αυστραλών αυτοχθόνων αρχικά, την ήπειρο που δέχτηκε πάνω από 120 διαφορετικές μειονότητες από το 1650 μ.Χ. και μετά. Η περίοδος με την οποία θα καταπιανόταν το λεύκωμα θα ήταν μεταξύ του 1960 και του 1980. Οι φωτογραφίες αυτής της περιόδου ανήκαν ως επί το πλείστον στο αρχείο του κ. Αντώνη Αγαπητού που προαναφέραμε εκτός από μία-δύο εξαιρέσεις οι οποίες και σημειώνονταν εντός των ίδιων των εικόνων.

Η πρωταρχική παρουσία του Ελληνισμού στην Αυστραλία υπολογίζεται γύρω στο 1865 μ.Χ. αλλά η πρώτη γυναίκα ελληνικής καταγωγής που υπολογίζεται ότι πάτησε το πόδι της στη μεγάλη αυτή χώρα, είναι η Κατερίνα Κράμμερ (πατρικό Πλέσσα). Η Κατερίνα ήρθε ως σύζυγος του Τζέημς Χένρυ Κράμμερ το 1835. Το όνομά της έχει παρουσιαστεί σε πολλές ιστορικές μελέτες και βιβλία, αλλά ακόμη και σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιο πως ήταν το πρώτο άτομο ελληνικής καταγωγής στην Αυστραλία. Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες μετά την Κατερίνα Κράμμερ, κατέφθασαν γύρω στο 1840, ενώ το 1850 άρχισε μια πιο μαζική μετανάστευση Ελλήνων στην Αυστραλία οι οποίοι πληροφορήθηκαν για τα κοιτάσματα χρυσού στη Νέα Νότια Ουαλία και Βικτώρια. Όλοι ήρθαν με σκοπό να πλουτίσουν και να γυρίσουν το συντομώτερο στην Ελλάδα. Όλοι ήρθαν με έναν καημό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, την δυσκολία της ζωής στην Ελλάδα μετά την επανάσταση και την αγωνία το τι θα βρουν στην Αυστραλία και πως θα καταφέρουν να προοδεύσουν.

ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Πριν την αποβίβαση στη νέα πατρίδα – 1960

Περί τους 350 από τους πρώτους μετανάστες, σχεδόν αμέσως μετά την Ελληνική επανάσταση, δούλευαν στα χρυσορυχία της Βικτώριας. Μέχρι το 1891 οι Έλληνες κατέβαιναν στα λιμάνια της Αυστραλίας όχι σαν ξεχωριστές μάζες, αλλά σαν μετανάστες από «άλλες Ευρωπαϊκές χώρες», σύμφωνα με την τότε νομοθεσία της Αυστραλιανής κυβέρνησης. Από τότε και μετά, ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών αυξανόταν σταδιακά και ο ιστορικός Τσαρλς Πράις υπολόγισε πως το 1891 υπήρχαν 736 άτομα ελληνικής καταγωγής στην Αυστραλία, ενώ η καταγραφή του 1901 έδειξε 878, όλοι γεννημένοι στην Ελλάδα και στη μεγάλη πλειοψηφία τους άνδρες.

Μέχρι το 1914 υπήρχαν περίπου 2000 Ελληνογενημένοι μετανάστες στην Αυστραλία που ήρθαν κυρίως από τα νησιά του Ιωνίου Πελάγους και του Αιγαίου, όπως τα Κύθηρα, την Ιθάκη και το Καστελλόριζο. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατέληξαν στο Σύδνεϋ και στις γύρω περιοχές. Αργότερα άρχισαν να εγκαθίστανται και στη Μελβούρνη, στην Πέρθη, Βρισβάνη και Ντάργουιν. Πολύ λίγοι ήρθαν από τα Τουκοκρατούμενα μέρη της τότε Ελλάδας και οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και άλλα μέρη της Μικράς Ασίας. Κατά την περίοδο αυτή άρχισαν να έρχονται και Έλληνες από άλλα μέρη του κόσμου, όπως Κύπρο και Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

Αποσκευές μεταναστών στ’ αμπάρια γεμάτες ελπίδες…

 

Το 1917 μετά την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να μείνει ουδέτερη η χώρα από τους αντιμαχωμένους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αυστραλιανή αστυνομία έκανε μια έρευνα για να εξακριβώσει τα φρονήματα όλων των Ελλήνων στην Αυστραλία, λες και αυτοί θα αποφάσιζαν ή θα είχαν καμιά ανάμιξη στις αποφάσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης. Υπήρχε, έλεγαν τότε, ο φόβος ότι δεν θα συμφιλιωθεί η Ελλάδα με τους συμμάχους. Από τους 2200 Έλληνες που συμμετείχαν σ’ αυτή την έρευνα, οι 2193 καταγράφηκε ότι δήλωσαν συμπάθεια στους συμμάχους.

ΝΕΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ

Νέες κοπέλες που έφτασαν με σκοπό την αναζήτηση συζήγου…

Μετά αυτή την περίοδο, μέχρι τη δεκαετία 1920 συνεχίστηκε η μετανάστευση Ελλήνων από τη Μικρά Ασία με γρηγορότερο ρυθμό λόγω των εχθροπραξιών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Μεγάλο επίσης ρόλο έπαιξε και ο περιορισμός της μετανάστευσης στην Αμερική, οπότε οι Έλληνες άρχισαν να έρχονται προς την Αυστραλία. Μετά όμως το 1924 με μια σειρά από αποφάσεις της Αυστραλιανής Κυβέρνησης, λιγόστεψε κατά πολύ η μετανάστευση από τις Βαλκανικές χώρες, μέχρι το 1930 οπότε και σταμάτησε τελείως. Το 1936 αυτή η απόφαση και πάλι ανατράπηκε.

Η καταγραφή του 1947 έδειξε πως οι 57% από όλους τους Έλληνες μετανάστες ασχολούνταν με δικές τους επιχειρήσεις και η αναλογία τους ως προς την παρουσία των ελληνικής καταγωγής πολιτών στις διάφορες πολιτείες της Αυστραλίας επί τοις εκατό έχει ως ακολούθως:

Νέα Νότια Ουαλία Βικτώρια Κουηνσλάνδη Δυτική Αυστραλία Νότια Αυστραλία Σύνολο
38 22 15 15 8 98%

Οι Ελληνικές επιχειρήσεις καταπιανόταν ως επί το πλείστον με τα εστιατόρια, τα μαγειρία, φρουτάδικα, ψαράδικα και άλλου είδους καταστήματα. Όταν άρχισαν να έρχονται Έλληνες από άλλα νησιά του Αιγαίου, από τη Μακεδονία, την Πελοππόνησο, την Ήπειρο και την Κύπρο σε μεγαλύτερους αριθμούς αυτή η τάση των οικογενειακών επιχειρήσεων άρχισε να αλλάζει με τους Έλληνες να εισχωρούν σε όλες τις ντόπιες δουλειές, όπως στις καλαμοφυτίες της Κουηνσλάνδης, στα αεροδρόμια, στις κυβερνητικές υπηρεσίες, στα νοσοκομεία και στα λιμάνια όλων των μεγαλουπόλεων της χώρας.

Σήμερα η δουλειά του Τόνη Αγαπητού βρίσκεται καταχωρημένη στο Αυστραλιανό Μουσείο Ανταλλαγής Μεταδεδομένων (ACMI) κι έτσι είναι αναγνωρισμένη από την Αυστραλιανή κυβέρνηση. Το φωτογραφικό υλικό που περιλαμβάνεται σ’ αυτή τη σελίδα (αυθεντικές φωτογραφίες που απεικονίζουν τις δεκαετίες 1960-1980) το πήραμε από την ιστοσελίδα του λογοτεχνικού περιοδικού “Ο Λόγος” του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας που κατασκευάστηκε το 2003 και είναι καταχωρημένη στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αυστραλίας σ’ αυτή τη διεύθυνση.

Μνήμες – Ιάκωβος Γαριβάλδης

Πηγή: http://diasporic.org/mnimes/archives/first-greeks-in-Australia

 

Greek Australian: Τα πλοία της Γραμμής – Προορισμός Αυστραλία

toscana

Με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 60 χρόνια από τη λειτουργία της ΔΕΜΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστών εξ Ευρώπης), ας κάνουμε μια βουτιά στο χρόνο κι ας θυμηθούμε τα καράβια που μετέφεραν τα όνειρα και τις ελπίδες μας στους Αντίποδες.

Σημειώνουμε, ότι η ΔΕΜΕ ιδρύθηκε για να ρυθμιστεί το πρόβλημα της μετανάστευσης που πήρε μεγάλες διαστάσεις, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, στη συνέχεια ανέλαβε το μεταναστευτικό που προέκυψε και από άλλους πολέμους, φυσικές καταστροφές, ανεργία κ.λπ.

Το 1946 σηματοδοτεί την έναρξη της αποκατάστασης της τακτικής γραμμής των θαλασσοδρόμων της Ελλάδας με το εξωτερικό. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τη δεκαετία του 50, γύρω στο ένα εκατομμύριο ξεριζωμένων από την Ευρώπη, αναζητούσαν νέο τόπο εγκατάστασης.

Έτσι η ίδρυση του υπουργείου Μετανάστευσης το 1947 με πρώτο υπουργό τον Arthur Calwell, ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα, που όπως αποδείχθηκε, κάλυψε τα πληθυσμιακά κενά και βοήθησε στην οικονομική πρόοδο της χώρας.

«TERRA NULLIUS» – Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΓΗ

Πώς είναι, λοιπόν, δυνατό, όλα αυτά τα εκατομμύρια να ξεχάσουν το ταξίδι στην terra nullius; Πώς μπορεί αυτό το κύμα της νιότης, που με μια βαλίτσα στο χέρι, οι παππούδες, οι γονείς μας και πολλοί από εμάς, να ξεχάσουμε το δάκρυ, την πίκρα και τον πόνο της σκληρής ώρας του αποχωρισμού και της πρώτης επαφής με την Άσπρη γη;

Από την άλλη, ποιος μπορεί να ξεχάσει την πρώτη δουλειά, την πρώτη κατάθεση στην τράπεζα και την ικανοποίηση, όταν κατάφερε και έστειλε εκείνο το μικρό βοήθημα στους γέροντες γονείς του στο χωριό που το περίμεναν με αγωνία;

Και μετά ήλθαν και άλλες χαρές. Η οικογένεια, το πρώτο σπίτι, το ελληνικό σχολείο, η Αδελφότητα, η εκκλησία και άλλα πολλά, που μας καθιέρωσαν σιγά-σιγά ως μέλη του πολιτισμικού μωσαϊκού της Αυστραλιανής κοινωνίας.

Για την Ιστορία αναφέρουμε ότι το πρώτο καράβι που εξέπλευσε από την Ευρώπη προς τον Ειρηνικό στις 20 Απριλίου του 1948, ήταν το αμερικανικό μεταγωγικό «General Stuart Heintzelman», με 843 πρόσφυγες από τις Βαλτικές χώρες, ενώ το «Νέα Ελλάς», με 1500 μετανάστες από διάφορα κράτη της Ευρώπης, έριξε άγκυρα στο λιμάνι της Μελβούρνης στις 23 Φεβρουαρίου του 1949.

Τα πλοία που ακολούθησαν είχαν κατασκευαστεί για τις ανάγκες των συμμάχων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά, είτε πουλήθηκαν σε εφοπλιστές, είτε τους παραχωρήθηκαν ως αποζημίωση για απώλειες που ενδεχομένως υπέστησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Στοιχεία δείχνουν ότι η εταιρία Χανδρή, είχε τις περισσότερες ναυλώσεις τόσο από την Ελλάδα, όσο και από άλλες χώρες, με πιο γνωστά τα υπερωκεάνια «Πατρίς», «Ελληνίς» και «Αυστραλίς».

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

Ωστόσο, το «Britanis», το «Βασίλισσα Φρειδερίκη» και το «Κερύνεια», εξυπηρέτησαν τα μέγιστα τις ανάγκες του μεταναστευτικού πληθυσμού.

Ιούνιος 1967. Ακουμπισμένη στην κουπαστή σε μια γωνιά του υπερωκεάνιου «Πατρίς», με το βλέμμα θολό και την καρδιά βαριά, προσπαθούσα καθώς έσχιζε τα ήσυχα νερά και απομακρυνόταν από το λιμάνι της Λεμεσού, να συνειδητοποιήσω τι άφηναν πίσω, να μαζέψω τα κομμάτια μου και να μπω στη ρότα της νέας τάξης πραγμάτων.

Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Θλίψη, πόνος αγωνία περιέργεια, φόβος, νοσταλγία, χαρά και πολλά κι ανεξήγητα ερωτηματικά. Οι εικόνες ακόμα πιο βασανιστικές. Το πατρικό, ο κήπος με το γιασεμί και τις γαρυφαλλιές, η γειτονιά, οι συγγενείς, οι συμμαθητές, οι φίλοι κι εκείνα τα μέρη τα γνωστά κι αγαπημένα, μπερδεύονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα με το άγνωστο, κάνοντας ακόμα πιο απόμακρο τον προορισμό.

Ήμουν μόλις 19 ετών…

Κάπως έτσι αρχίζει η δική μου ιστορία. Κάπου εκεί κινούνται και οι δικές σας. Άλλες ξεθωριασμένες από το πέρασμα του χρόνου και άλλες με λεπτομέρειες. Άλλες με στοιχεία που σημάδεψαν εκείνη την εποχή και άλλες που πέρασαν στα αρχεία, έγιναν ντοκιμαντέρ και ταινίες!

Ας δούμε όμως τι μας είπατε σε σχέση με τη Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστών εξ Ευρώπης.

«.. Οι νύφες, με τη φωτογραφία στο χέρι, κορίτσια που ταξίδευαν μέσω της ΔΕΜΕ, προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τον μέλλοντα σύζυγό τους. Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Για μερικές η αναγνώριση τελείωνε ευχάριστα. Στις περισσότερες όμως η απογοήτευση ήταν έντονα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.

Κάπου κόπηκε ένα μουστάκι, κάπου άλλαξε το τριχωτό του κεφαλιού, κάπου προστέθηκαν μερικά κιλά, κάτι, κάπου… δεν συμβάδιζε με το (ανα)ζητούμενο».

1947 – Γιάννης Καράς.

ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ

«Το 1953, γύρω στα 20 μου, γίνονταν πολλές συζητήσεις για μετανάστευση σε άλλους τόπους. Τότε λέγονταν και ακούγονταν πολλά από τους υπαλλήλους της ΔΕΜΕ, που έρχονταν στη Ζάκυνθο για να μας διαφωτίσουν».

Νίκος Κεφαλληνός.

«Μια κυρία στα γραφεία της ΔΕΜΕ με παρότρυνε να προτιμήσω την Αυστραλία. Μου είπε ότι δεν έχει πολλά χιόνια, έχει όμως παραλίες με χρυσές αμμουδιές και ψηλές ξανθές γυναίκες. Μου ζήτησαν αρκετά χαρτιά και αυτό των κοινωνικών φρονημάτων. Μου είπαν ότι γίνονται δεκτοί μόνο αυτοί που είναι γεωργοί και εργάτες»

1954 – Αναστάσιος Κολοκοτρώνης.

«Στις 7 Μαΐου 1956, Δευτέρα της Λαμπρής, ο πατέρας μου έδωσε την ευχή του να φύγω για Αυστραλία. Στο τραπέζι του αποχωρισμού, το ξημερώσαμε με ένα γραμμόφωνο, ένα ξύλινο κλαρίνο και μια χειροποίητη κιθάρα. Ήμουν ο πρώτος από το χωριό μου τον Αγραπιδόκαμπο της Ναύπακτου που ξενιτεύτηκα. Μέχρι και τα πουλιά θρηνούσαν… Στο «Κερύνεια», ήμασταν 1200 επιβάτες μέσω της ΔΕΜΕ και γύρω στους 25 με προσκλήσεις».

Κωνσταντίνος Σαλαμούρας.

«Το καράβι σήκωσε άγκυρα από το λιμάνι του Πειραιά στις 21 Μαΐου 1957. Τότε η Αυστραλία φάνταζε ως η καλύτερη επιλογή. Έπειτα η προσφορά της ΔΕΜΕ με την καταβολή του εισιτηρίου και η συμφωνία για την μετέπειτα αποπληρωμή με δόσεις, ήταν δελεαστική. Οπότε χωρίς να το πολυσκεφτώ, βρέθηκα συνεπιβάτης με 900 νύφες. Άλλες αρραβωνιασμένες και άλλες υποψήφιες».

Αιμιλία Κεραμιδά.

900 ΥΠΟΨΗΦΙΕΣ ΝΥΦΕΣ

«… Ήμουν αποφασισμένος να φύγω, γι αυτό πίεσα πολύ τους υπαλλήλους της ΔΕΜΕ. Για να καταλάβετε πόσο βασανίστηκα, λέω, ότι πήρα το πολυπόθητο διαβατήριο στις 5 το απόγευμα και στις 5.30 το υπερωκεάνιο «Πατρίς», σήκωσε άγκυρα για Αυστραλία».

Γιώργος Τσιουκανάρας.

Ο κ. Σπύρος Βιδάκης, εργάστηκε μεταξύ 1961 και 1964 ως καθηγητής Αγγλικών στη ΔΕΜΕ και ως συνοδός στο υπερωκεάνιο «Britanis».

Λέει λοιπόν: «η περιορισμένη γνώση των Αγγλικών (των μεταναστών), δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Όχι μόνο γιατί καλούνταν να ζήσουν σε ένα άγνωστο περιβάλλον, αλλά γιατί έρχονταν αντιμέτωποι με πρόσωπα άλλης νοοτροπίας και κουλτούρας. Οι εργοδότες δε λόγω έλλειψης προσόντων, τους ζητούσαν να κάνουν τις πιο ανθυγιεινές εργασίες.

Μπορεί λοιπόν ο καθένας να καταλάβει το μέγεθος της αγωνίας τους χωρίς να τη ζήσει, πόσο μάλλον εγώ που την έζησα ταξιδεύοντας μαζί τους περίπου ένα μήνα. Σας διαβεβαιώνω ότι ήταν ένα ταξίδι πόνου και αβεβαιότητας. Γι αυτό από δάσκαλος έγινα κοινωνικός λειτουργός».

Στις μέρες μας, η δική μας ΔΕΜΕ είναι γνωστή στην Ελλάδα, ως ΔΟΜ (Διεθνής Οργανισμός Μεταναστών). Σύμφωνα με τους υπευθύνους, δέχεται πληθώρα τηλεφωνημάτων από ενδιαφερόμενους να μεταναστεύσουν στους Αντίποδες.

Θετική είναι η πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργού Μετανάστευσης κ. Bowen. Ο κ. υπουργός δεσμεύτηκε να αρχίσει διαπραγματεύσεις με την Ελληνική κυβέρνηση για παροχή τουριστικής βίζας σε 500 υποψήφιους, με δικαίωμα εργασίας.

Αυτές τις μέρες, που το μεγάλο κεφάλαιο της «ΔΕΜΕ» βρίσκεται και πάλι στην επικαιρότητα, θα ήταν καλό, ο καθένας να ανατρέξει νοερά στο δικό του ταξίδι και με το χέρι στην καρδιά να διηγηθεί λίγα πράγματα στα παιδιά κι εγγόνια από τις δικές του εμπειρίες, έτσι για να υπάρχει συνέχεια.

Ας μη ξεχνάμε ότι ο ρόλος τους καθενός μας, ήταν πρωταγωνιστικός!

Πηγή: greekworldmedia.com/history-of-greekaustralians/

Greek Australian:Η πατρική φυσιογνωμία της Ελληνικής Κοινότητας Mελβούρνης

Antonis Lekatsas

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: MAJA JOVIC

«Μοναδική εμπορική ιδιοφυΐα. Αυτή είναι η πιο κατάλληλη λέξη για να περιγράψει κανείς τον αξιότιμο πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, κ. Αντώνιο Λεκατσά. Παλιός βιοπαλαιστής και μέγας επιχειρηματίας σήμερα, κατόρθωσε χάρη στην τόλμη και τις ικανότητές του, μέσα σε 24 χρόνια να γίνει πάμπλουτος… »Αν και πολυάσχολος, ουδέποτε αρνείται την πρόθυμον ευγενή και αγαθοεργόν αυτού σύμπραξιν, εις πάντα ιερόν κοινωφελή εθνικόν σκοπόν. Είναι μετριόφρων, γλυκύς τους τρόπους και εις άκρον διαλλακτικός. Κατά δε τας εκάστοτε αναφυομένας διαφοράς, κατορθώνει πάντοτε να συγκρατεί εν ζηλευτή αρμονία και αλληλεγγύη την Ελληνικήν Κοινότητα Μελβούρνης».

(Από το βιβλίο «Η Ζωή εν Αυστραλία» (1916), του Ιωάννη Δ. Κομηνού)

Ήταν, λίγο-πολύ, η ίδια ομάδα ανθρώπων, ως επί το πλείστον Ιθακήσιων, που πριν από έναν ολόκληρο αιώνα είχαν συγκροτήσει τους δύο οργανισμούς, δηλαδή την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας, από τη μία, και τους Ιθακήσιους της Μελβούρνης, από την άλλη. Οι δύο κρίκοι αυτοί ήταν η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας, η οποία ιδρύθηκε στις 22 Αυγούστου 1897, και η Φιλανθρωπική Ένωση Ιθακήσιων Μελβούρνης, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1916. Μεταξύ των ιδρυτών, ήταν και ο Αντώνιος Ιωάννης Γεράσιμος Λεκατσάς (1862-1946), από τους πρωτοπόρους ομογενείς επιχειρηματίες, ευεργέτης της ελληνικής παροικίας αλλά και της γενικότερης αυστραλιανής κοινωνίας, ένας από τους πρώτους Ιθακήσιους που μετανάστευσαν στη Μελβούρνη, μετά το 1853. Μαζί με τον αδελφό του, Μαρίνο, εξελίχθηκαν σε επιτυχημένοι επιχειρηματίες.

Σύντομα, στον Αντώνιο Λεκατσά -γνωστό στην Αυστραλία ως Antonios John Jereos Lucas- δόθηκε ο «τίτλος» ενός από τους πλουσιότερες Έλληνες της Αυστραλίας. Ο Αντώνιος Ιωάννης Γεράσιμος Λεκατσάς γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1862, στην Ιθάκη. Ήταν το δεύτερο παιδί του ιερέα Ιωάννη Λεκατσά και της Μαγδαληνής Παλμού. Σε ηλικία 17 χρόνων, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη φτώχεια του νησιού, ο Λεκατσάς πήγε να εργαστεί στην Πάτρα. Αφού υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό για δύο χρόνια, επέστρεψε στη γενέτειρά του Εξωγή. Εκεί, αυτός ο φιλόδοξος νεαρός άνδρας συνάντησε έναν θείο του ο οποίος είχε πάει στα χρυσορυχεία της Αυστραλίας και επέστρεψε στην Ιθάκη γεμάτος χρήματα. Έτσι ο Αντώνιος Λεκατσάς μετανάστευσε από την Εξωγή Ιθάκης στην Αυστραλία, και λίγο μετά τον ακολούθησε και ο νεώτερος αδελφός του, Μαρίνος Λεκατσάς (Marino Lucas).

Ο Αντώνιος Λεκατσάς ήταν επιτυχημένος σε πολλαπλούς ρόλους που είχε αναλάβει – του ευεργέτη, του σημαντικού παράγοντας και της ηγετική φυσιογνωμίας της ελληνικής παροικίας, ιδιοκτήτης καφετέριας και εστιάτορας, γνωστός για τις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες και την κατασκευή πολλών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων στη Μελβούρνη. Ήταν, επίσης, ένας από τους δύο πρώτους Έλληνες μετανάστες, μαζί με τον Γιώργο Μορφέση, επίσης από την Ιθάκη, που άνοιξε το πρώτο ελληνικό εστιατόριο στη Μελβούρνη, το 1869.

Στις 28 Φεβρουαρίου 1893, ο Λεκατσάς παντρεύτηκε την Αγγλίδα Margaret Wilson, τότε επικεφαλής του τμήματος γουνών του Foy & Gibson. Η ίδια βαφτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη και έπαιζε μεγάλο ρόλο στις επιχειρήσεις του συζύγου της, ενθαρρύνοντας πάντα τα διαβήματά του. Το 1894, μαζί με τη σύζυγό του, ο τότε 32χρονος Λεκατσάς άνοιξε το πρώτο από τα δύο μεγάλα «ιδρύματά» του – το πρώτο ελληνικό καφενείο που ονομαζόταν «The Town Hall Cafe» στο Swanston Street της Μελβούρνης. Η γνωστή αυτή καφετέρια που εκτεινόταν σε δύο ορόφους, προσέφερε περίπου 650 γεύματα την ημέρα και χρησιμοποιούσε ως επί το πλείστον ελληνικό εργατικό δυναμικό. Σύντομα, ο Αντώνιος Λεκατσάς συχνά αναφερόταν ως ο πλουσιότερος Έλληνας στην Αυστραλία και ως «μοναδική εμπορική ευφυΐα».

Η οικογένεια Λεκατσά ζούσε, αρχικά, στον τελευταίο όροφο του καφενείου, μέχρι που το 1918 εγκαταστάθηκε στο Queen’s Road, στο αρχοντικό σπίτι Whernside, στην περιοχή Toorak. Τελικά, το 1928 η οικογένεια Λεκατσά μετακόμισε σε ένα μεγαλύτερο κτήμα, το Yamala, στο Mornington Peninsula, κοντά στο Frankston. Ο Αντώνιος Λεκατσάς χρημάτισε πρόεδρος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας επί 14 χρόνια (1906-1916, 1918-1921, 1922-1923). Ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Φιλανθρωπικής Ένωσης Ιθακήσιων (1916-1923), σε μια εποχή που ο αριθμός των μελών της Ένωσης περιοριζόταν μόνο στους άνδρες, γεννημένους στην Ιθάκη, και τους απόγονούς τους. Επίσης, διορίστηκε επίτιμος γενικός πρόξενος της Ελλάδας στο Σίδνεϊ (1923-1926), ενώ το 1931, διορίστηκε επίτιμος γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Μελβούρνη, και διατήρησε την τιμητική αυτή θέση μέχρι το θάνατό του, στις 10 Αυγούστου 1946.

Ως σημαντικός παράγοντας της ελληνικής παροικίας, ήταν γνωστός για τις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες και τις δωρεές που έστελνε στην γενέτειρά του Ιθάκη, καθώς και σε διάφορα νοσοκομεία σ’ όλη την Βικτωρία. Σύμφωνα με το συμπάροικο καθηγητή Χρήστο Φίφη («The Pre-World War II Greek Community of Australia: Class Divisions and Trends» – «Ελληνική Κοινότητα στην Αυστραλία, πριν από το Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο: Ταξικές διαιρέσεις και τάσεις»), το 1943 ο Λεκατσάς δώρισε 10.000 αγγλικές λίρες στο Βρετανό ηγέτη, Winston Churchill, για την ανακούφιση των θυμάτων των γερμανικών επιδρομών στο Λονδίνο.

Στη συνέχεια, άνοιξε και άλλα δύο εστιατόρια. Ένα από αυτά, το Paris Cafe, ένα διώροφο κτίριο στην Collins Street, αφού ανακαινίστηκε με κόστος £6,000, παρείχε 350 γεύματα και απασχολούσε προσωπικό 30 ατόμων υπό Γάλλο σεφ.

Το άλλο εστιατόριο, στη θέση του οποίου μετά χτίστηκε το διάσημο ξενοδοχείο «Αυστραλία» στο Collins Street, ήταν το Vienna Cafe, που αργότερα θα μετονομαστεί σε Cafe Australia.

Ο Λεκατσάς προσέλαβε τον Αμερικανό αρχιτέκτονα, Walter Burley Griffin, να ανακαινίσει το Cafe Australia. Αυτό ήταν ένα από τα πρώτα έργα που ο Griffin έκανε στην Αυστραλία, και το οποίο θα ενισχύσει αργότερα τη φήμη του. Η καφετέρια άνοιξε το Μάιο του 1916, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, και με μια σημαντική περιουσία, ο Αντώνιος Λεκατσάς άφησε το σημάδι του στο οδικό τοπίο της Μελβούρνης. Εμπνευσμένος από τη συνεχόμενη εμπορική και αρχιτεκτονική επιτυχία του Αμερικανού αρχιτέκτονα, ο Λεκατσάς συνήψε μια ακόμα πιο μεγαλοπρεπή συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Griffin, στην κατασκευή του κτιρίου Capitol House και του Capitol Cinema στο Swanston Street. Στεγασμένο μέσα σε ένα δεκαόροφο κτίριο – το Capitol House, άνοιξε ως θέατρο στις 7 Νοεμβρίου 1924. Το Capitol Cinema καθώς και το Capitol House έχουν καταχωρηθεί στο Ίδρυμα Προστασίας της Εθνικής Κληρονομιάς της Αυστραλίας (National Trust and Heritage Victoria).

Τόσο ικανοποιημένος με το έργο του Αμερικανού αρχιτέκτονα ήταν ο Λεκατσάς, που παρήγγειλε στον Griffin να αναδιαμορφώσει και το αρχοντικό του σπίτι κοντά στη θάλασσα, το Yamala, στο Mornington. Σύμφωνα με την Tess Malos («Ιστορία διακοσίων χρόνων της μαγειρικής στην Αυστραλία»), στις διαταγές του ο Λεκατσάς είχε και ένα άλλο εστιατόριο στους δημόσιους κήπους της περιοχής Kew.

Υπό την καθοδήγηση του Αντωνίου Λεκατσά, η Ελληνική κοινότητα Μελβούρνης έγινε η πιο ισχυρή ελληνική οργάνωση στην Αυστραλία. Ως πρόεδρος της Φιλανθρωπικής Ένωσης Ιθακήσιων Μελβούρνης «Οδυσσέας», κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λεκατσάς οργάνωσε ένα σύστημα με το οποίο οι Έλληνες της Μελβούρνης δώρισαν τις αποδοχές τους μίας ημέρας για την ελληνική πολεμική προσπάθεια.

Ο Αντώνιος Λεκατσάς ήταν επίσης και υποστηρικτής του Lord Mayor’s Hospital Appeal (εράνου για το νοσοκομείο). Δώρισε £10.000 σε ένα ταμείο το οποίο ίδρυσε για παιδιά θύματα πολέμου στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Ο μέσος ετήσιος μισθός στη Μελβούρνη εκείνη τη εποχή ανερχόταν στα £200.64! («The Argus», Τρίτη, 19 Οκτωβρίου 1943). Από το 1931 και κάθε χρόνο, την ημέρα των γενεθλίων του, δώριζε 100 guineas στο Lord Mayor’s Hospital Appeal. «Ο κ. Αντώνης Λεκατσάς (A. J. J. Lucas), της Yamala, Frankston, Πρόξενος της Ελλάδας στη Μελβούρνη για πολλά χρόνια, επικοινώνησε χθες το πρωί με τον Λόρδο Δήμαρχο Cr Nettlefold, με σκοπό να υποβάλει την 13η ετήσια συμβολή του στην έκκληση νοσοκομείων, με την ευκαιρία των γενεθλίων του. Ο κ. Λεκατσάς παρέδωσε στον Δήμαρχο Cr Nettlefold μια επιταγή σε 100 guineas, καθώς επίσης και μια επιταγή από Β £25 για το Royal Melbourne Hospital Birthday League. Γεννημένος στην Ιθάκη, ένα από τα νησιά του Ιονίου, ο κ. Λεκατσάς έχει ζήσει στην Αυστραλία για πολλά χρόνια τώρα».

(Από άρθρο με τον τίτλο «Thanksgiving cups help hospitals, που δημοσιεύθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1943, στην πρωινή εφημερίδα της Μελβούρνης «The Argus»). Ο Αντώνιος Λεκατσάς επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1921, το 1930, το 1933 και το 1937, και ίδρυσε ένα νοσοκομείο για τους φτωχούς στην Ιθάκη. Το 1939, μετά από την αναγνώριση των υπηρεσιών του στην Ελλάδα και την Αυστραλία, ήταν ο πρώτος Ελληνοαυστραλός που τιμήθηκε με το Χρυσού Σταυρό των Ταξιαρχών, μια τιμή που εισήγε ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α’.

Απασχολημένος με την εκκλησιαστική μουσική, τους κήπους και την αρχιτεκτονική, στη μετέπειτα ζωή του ο Λεκατσάς έγινε διευθυντής διαφόρων εταιρειών. Πέθανε στο Σίδνεϊ στις 10 Αυγούστου 1946, αφήνοντας μια περιουσία αξίας περίπου £134.000. Τάφηκε ως Έλληνας ορθόδοξος, στο Γενικό Νεκροταφείο Μελβούρνης. Άφησε πίσω του έξι κόρες. «Διαθέτης Anthony JJ Lucas κληροδότησε Β £1.000 στο νοσοκομείο για τους φτωχούς το οποίο ίδρυσε το 1930 στο νησί της Ιθάκης. Άλλα κληροδοτήματα περιλαμβάνουν: Β £ 250 στο Royal Melbourne Hospital, Β £ 200 το καθένα – στο Children’s Hospital και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, Β £ 100 το καθένα, στα νοσοκομεία Alfred, Women’s και Queen Victoria, και στο Minton Boys’ Home, στο Frankston» («The Argus», 5 Δεκεμβρίου 1946). Λέγεται ότι ο Αντώνιος Λεκατσάς αποτέλεσε την έμπνευση για το χαρακτήρα του Γιάννη, στο βιβλίο “Greek key pattern” (1935),του Jean Campbell.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΙΘΑΚΗΣΙΩΝ

Για σχεδόν έναν αιώνα, η Φιλανθρωπική Ένωση Ιθακησίων έχει παίξει πολύτιμο ρόλο, προσπαθώντας να διατηρήσει το τις παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές. Στο πλαίσιο του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Φιλανθρωπικής Ένωσης Ιθακήσιων, το 2016, η Ένωση θα δημοσιεύσει τη βιογραφία του Αντωνίου Λεκατσά, η οποία θα αποτελέσει σημαντικό μέρος της εκατονταετηρίδας, ενώ θα αποτελέσει το αντικείμενο αναδρομικής έκθεσης που πρόκειται να διεξαχθεί το 2016, έτος συμπλήρωσης της εκατονταετηρίδας.

Εάν έχετε πρόσβαση σε καλόπιστες πληροφορίες για τη ζωή και τα επιτεύγματα του Αντωνίου Λεκατσά και αν θέλετε να συμβάλετε στο όλο έργο που θα ασχοληθεί με τη ζωή του –είτε ως ερευνητής είτε ως συγγραφέας- επικοινωνήστε με την Φιλανθρωπική Ένωση Ιθακησίων μέσω e-mail στο questions@ithaca.org.au ή ταχυδρομικώς στη διεύθυνση Ithacan Historical Society, PO Box 561, Templestowe VIC 3106.

*Οι πληροφορίες που έχουν χρησιμοποιηθεί στο άρθρο αυτό προέρχονται από την ιστοσελίδα της Φιλανθρωπικής Ένωσης Ιθακησίων, το Αυστραλιανό Βιογραφικό Λεξικό του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου, ANU (Australian Dictionary of Biography, ANU), και από το άρθρο του Δρ Χρήστου Ν. Φίφη, «Η Ελληνική Κοινότητα στην Αυστραλία, πριν από το Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο: Ταξικές διαιρέσεις και τάσεις» («The Pre-World War II Greek Community of Australia: Class Divisions and Trends»).
source: Ithaca.org.au

Greek Australian:Greek cafes transformed Australian food

01

Australia’s Greek cafes and milk bars were never famous for their Greek food, but a new nationally-touring exhibition highlights the contribution they made to rural life. Verica Jokic reports on a celebration of the Greek immigrants who introduced Australia to the American Dream (and milkshake).

The milk bar, the milkshake and the mixed grill.

The only reason we have them in Australia is because of Greek migrants; they either invented them or brought them to Australia from abroad.

When Greeks laid down roots in country towns they opened up cafes, but it wasn’t Greek food that was on the menu. Instead, it was chocolates, ice-cream, coke and milkshakes.

The National Museum in Canberra and a travelling photographic exhibition are showcasing the contribution Australia’s Greek cafe’s have made to our taste buds.

02

Joanne Bach is a curator with the National Museum and says the museum is currently exhibiting items used in the Greek-owned Busy Bee cafe in Gunnedah in NSW.

‘They opened at 7 am and closed at 11 pm, so if you came into town for a cattle sale or for business you could get a meal anytime of the day,’ she said.

The cafe closed a few years ago, but not before the museum bought some items, including colourful anodised milkshake cups and syrup dispensers, as well as fixtures and fittings which now sit in its exhibition.

Angelo Pippos is a second generation owner of a cafe in Brewarrina in northern NSW. His father opened the Cafe De Luxe back in 1926.

‘We sold steak and eggs and mixed grills, but never Greek food. It was more American style food,’ he says.

‘I tried introducing Greek food a couple of times but people didn’t like it.’

Mr Pippos says growing up in a Greek-owned cafe wasn’t easy.

‘Before we went to school we had to scrub the floors with a scrubbing brush, and after school we served on tables.’

Leonard Janiszewski is an Applied Historian with the Deparment of Modern History Macquarie University in NSW.

03

He’s involved with a major touring photography exhibition that explores Australia’s Greek cafe culture.

He says Greeks began migrating to Australia in the mid- to late-1800s, bringing with them different ideas about food.

Their cafes became the focal point of life in country towns.

Greeks who migrated to Australia from the United States brought the milkshake idea with them.

04

‘Milkshakes in the US were sold in drug stores and pharmacies to help people consume their tart medicine,’ he says.

‘In Australia, that idea was turned on its head and the Greeks began selling milkshakes in cafes and milk bars.’

‘The Greeks invented the milk bar. The first milk bar was opened in 1932 in Martin Place and on the first day of opening 5,000 people turned up. Police had to block off the roads to traffic.’

source: abc.net.au

Greek Australian: From Asia Minor to Anzac Cove: the Odyssey of Peter Rados

rados

Private No. 170 Peter Rados, at the age of only 23, had enlisted to serve Australian Imperial Forces and his new homeland. He was killed in action on 19 May 1915 and buried just a few miles away from his birthplace of Artake.

Australian records reveal that some eighty-three diggers in the First World War had either been born in Greece or were of Hellenic background. Twelve of these sailed to Lemnos and served at Gallipoli in 1915.

One of these diggers would sadly die during the campaign – Private No. 170 Peter Rados. Recently, Neos Kosmos reported how Melbourne student Michael Manoussakis visited his grave on the Gallipoli peninsula.

This is the story of Peter’s odyssey, from Asia Minor to Australia and back again. It is the story of a determination to volunteer and fight for his new country. And of Peter’s mysterious origins that will take us back to the plight of Asia Minor’s Greek population in the early 20th century.
Peter Rados becomes an Anzac

A cook by profession and resident in Sydney in 1914, Peter had a strong association with Sydney’s Panellinion Club, whose proprietor was Mr Jack Zervos.

We don’t know, but maybe as a new migrant he found work in this club connected to Sydney’s Greek community. And maybe he lived there too.

What we do know is that 23-year-old Peter went to the Randwick Recruitment Centre only weeks after the outbreak of the First World War to enlist in the Australian Imperial Force.

And so on the 18 August 1914, Peter was inducted into A Company of the 3rd Battalion AIF. On enlistment, Peter stood 5ft 6 inches tall, with brown eyes and dark hair. Their medical officer recorded that he had a scar on his chest. Peter recorded his religion as Greek Orthodox.

Peter’s unit was among the first infantry units raised, having been formed within a fortnight of the declaration of war. Like the 1st, 2nd and 4th Battalions it was recruited from New South Wales and, together with these battalions, formed the 1st Brigade. The unit diary records the battalion as being formed at Randwick on 17 August 1914.

The 3rd Battalion embarked just two months later, sailing on the HMAT Euripides from Port Macquarie on 19 October 1914. After a brief stop in Albany, Western Australia, the battalion proceeded to Egypt, arriving at Alexandria on 3 December.

The unit then proceeded to the main Anzac camp at Mena, arriving on 5 December. In Egypt, Peter and his unit were kept busy preparing for their coming engagement, with route marches and training in ‘musketry’, night fighting and assaults.

Peter arrives on Lemnos

Peter and his unit departed Alexandria on 5 April aboard the HMTS Derfflinger, arriving at Lemnos at 9.30 am on 8 April.

Along with the rest of his comrades, Peter than embarked on further training in preparation for the coming landings at Gallipoli.

Photographs show the 3rd Battalion practicing their embarkation from their ships and landing techniques in Mudros Harbour. Physical training was also an important part of their training. We see them marching on the shore and even enjoying a swim in the waters of the harbour.

Amongst all these preparations for the coming landing, they received lectures on ‘Notes on the Turkish Army’, ‘Enemy Ruses and Espionage’ and ‘International Law’, as well as the cooperation between artillery and infantry in the attack.

While they practiced embarking from their transport vessel, the former German ship the Derfflinger, the unit diary records Peter and his comrades landing at Mudros village a number of times.

On the 17 April, 50 per cent of the battalion were allowed to wash their clothes at Mudros village.
To Gallipoli

The battalion departed Lemnos at 6.15 am on the 24 April on the 5-hour voyage to their anchorage point prior to leaving for Anzac Cove. They arrived at their anchorage at 10.55 pm and departed for Anzac Cove at 12.30 am on 25 April. Arriving at 4.00 am, they would be part of the second and third waves. The battalion was ashore by 8.30 am.

Peter thus took part in and survived the landings at Anzac Cove.

By the end of the first evening, Peter was one of the 16,000 men who had landed on the beaches. Fortunately, he was not one of the over 2,000 Australians who were killed or wounded on that first day.

Peter is killed defending Anzac Cove

Peter survived the landings only to be killed in action on 19 May 1915 at the Peninsula along with so many others. He was only 24 years old.

His unit diary records the fierce Turkish attack Peter’s unit sustained on the 19th. Waves of closely packed Turkish infantry attacked the whole defence line at 2.45 am. The battalion had expected an attack and were ready for it, inflicting many casualties on the attacking forces.

However, the Australians suffered many casualties as the Turks retreated. The Diggers had emerged from their trenches to fire on the retreating Turks, exposing themselves to the fire of the Turkish defenders in the opposing enemy trenches. The battalion records that one officer was killed and two wounded, with 41 other ranks killed and 49 wounded. Peter Rados was one of those killed.

He was initially buried in Shrapnel Gully on the Peninsula, the service conducted by the 1st Brigade’s famous and brave Chaplain William McKenzie, from Bendigo, Victoria.

He now lies at grave plot G 21 near Anzac Cove, in Ari Burnu Cemetery. Another 150 of his Australian comrades are also buried there.

Peter Rados – of Athens or Artaky?

But like many Anzac records, the files contain a mystery – where was Peter born?

When he joined up on 18 August 1914, Peter stated that his place of birth was Athens in Greece. As if to support this, he listed his next of kin as Peter Rados, resident of 28 Arcades Avenue, Athens.

Yet his Service Record File reveals that this may have been a ruse.

After his death, the file records mail was returned from this address, with the annotation ‘whereabouts unknown’.

He left a will leaving all his property to Mr Jack Zervos, of 37 Park Street Sydney, NSW. This was the address of the Panellinion Club, of which Mr Zervos was the proprietor.

In 1916, Mr Zervos was writing to inquire about Peter’s Will.

At the end of the war, Peter’s older brother Nick Rados began corresponding with the Australian Army regarding the whereabouts of his brother Peter. Nick had been born in 1890, a year before his brother Peter. He was a waiter and had arrived in the US in 1914 from Constantinople, the capital and main outward transit point of the Ottoman Empire.

He was now writing on behalf of Peter’s family. Nick was a resident of Atlantic City, New Jersey, USA.

This correspondence reveals the secret to Peter’s origins.

For while it is not totally clear, it is more than likely that in 1891 Peter had been born in Asia Minor, probably in the village of Artaky or Artake (Αρτάκη in Greek), on the coast of the Sea of Marmara.

The Rados of Asia Minor

On 29 January 1919, Nick wrote that Peter had used the address of his parents on his enlistment. His actual place of birth – and “where his people were from” – was Artaky in Asia Minor, then part of the Ottoman Empire.

Nick wrote that Peter feared that to list his real place of birth may have affected his enlistment, as he had been a “Turkish subject”.

Yet even the supposed address of his parents is suspect. For Nick writes in the same letter that the last place his parents were heard from as living was in Smyrna.

From Smyrna his parents had appealed through the American “Ambassador” (consul) for news of their son’s fate, “28 months before”. Nick records that as Peter’s parents had not been heard from since, then Nick was the next of kin.

In May 1919 Nick wrote again to the Australian military authorities. He wrote that Peter had four surviving sisters living in Artaky (now known as Erdek), part of what would become modern Turkey, but then under Allied military supervision since the end of the First World War.

Artaky lies on the southern coast of the sea of Marmara, not many miles from where Peter was killed at Gallipoli.

Like many Greeks in Asia Minor, both Peter and his brother Nick had left Asia Minor before the outbreak of the First World War to seek a better life abroad.

For Nick, the United States was his destination. For Peter it was Australia.

We know that behind them lay their mother and father, in Smyrna, and their four sisters. Their sisters were Mareka, aged 15, Antho, aged 13, Smaro, aged 11 and Georgia, aged 10.

In 1917, Nick had reported to US authorities that he was supporting these sisters in Artaky. As Nick wrote to the Australian authorities:

“…they were in a very poor condition as they have lost all during the war. Their father and mother died two years ago through the hardship of the war. Strato Largina is acting as their guardian – he is living in the same town as they do.”

Peter had left just in time. The peoples of the Aegean coastal region had suffered particularly during the First World War. If they were not evacuated as either civilians or potential fifth columnists, they would have suffered the privations of being part of the war zone. Allied submarines would have been visible from Artaky – the famous E11 British submarine voyaging nearby on a number of occasions during the Gallipoli campaign.

Nick requested that the Australian authorities do what they could to ensure that Peter’s effects and property was awarded to his sisters, who were in dire need in Asia Minor – “as an act of charity”.

In June 1919, The Australian Army acted, writing to Mr Jack Zervos in Sydney asking him to consider this request.

We don’t know what the response of Mr Zervos was to these pleas for help – or the fate of Peter’s young sisters in far off Asia Minor.

What we do know is that they were soon to face the horrors of the war in Asia Minor and the subsequent catastrophe for the Christian community there.

One can only hope that they made their way to safety in Greece or beyond.

An Asia Minor Greek returns

Given his roots lay in Asia Minor, it is interesting to speculate what would have gone through young Peter’s mind as he looked on Lemnos – only recently
liberated from Ottoman rule itself. He would no doubt have felt an affinity with its people and their lives.

I wonder whether he meet up with Pavlos Gyparis and his two battalions of Greek volunteers, one of Greeks from Asia Minor – like Peter – who volunteered to help the Allied cause at Gallipoli.

And his landing at Gallipoli would have been something of a homecoming, walking again on the soil of Asia Minor, not too far from the place of his birth and where his family resided.

His death and burial on the Gallipoli shore was an unfortunate homecoming for this son of Asia Minor. But in a way, given his roots in nearby Erdek, his grave at Ari Burnu is strangely appropriate.

In 1920, the Australian Army sent Nick Rados his brother’s war medals – the 1914/15 Star, British War Medal and Victory Medal, “…as one of the mementoes of the gallant service rendered by the late No. 170 Private P. Rados”.

Vale Peter Rados.

Lest we forget.

*Jim Claven is a historian and secretary of the Lemnos Gallipoli Commemorative Committee.

source: Neos Kosmos

Ιστορική επέτειος της Ελληνικής Κοινότητας της Μελβούρνης

imagesWQIEEDKZ

Πριν από 117 χρόνια, 57 Έλληνες που ζούσαν στη Μελβούρνη, αποφάσισαν να ιδρύσουν την Ελληνική Κοινότητα.

Τότε, δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι ο οργανισμός αυτός θα εξελισσόταν στον ιστορικότερο και μαζικότερο ομογενειακό οργανισμό της Αυστραλίας και μάλιστα τον ερχόμενο μήνα θα εγκαινιάσει και το εντυπωσιακό μέγαρό του που δεσπόζει στο κέντρο της πόλης.

Ένα κτίριο 15 ορόφων που θα στεγάζει και το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο, που φιλοδοξεί να εξελιχθεί το μεγαλύτερο του είδους του στον χώρου του Ελληνισμού της διασποράς. Το εντυπωσιακό κτίριο ολοκληρώθηκε στην ώρα του και ήδη οι περισσότεροι όροφοι έχουν ενοικιαστεί. Ένας απ’ αυτούς μάλιστα λειτουργεί ήδη και στεγάζει την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας και δικηγορικά γραφεία.

«Έχουμε ακόμα διαθέσιμο χώρο για ενοικίαση και όποιος ενδιαφέρεται, να επικοινωνήσει μαζί μας» σημειώνει ο πρόεδρος της Κοινότητας, Βασίλης Παπαστεργιάδης, ο οποίος είναι ενθουσιασμένος με την ολοκλήρωση του κτιρίου στην ώρα του και στο κόστος που είχε προβλεφθεί.

«Κτίστηκε μέσα σε 16 μήνες και κόστισε περίπου 13,8 εκατομμύρια δολάρια» ανέφερε ο κ. Παπαστεργιάδης σημειώνοντας πως η Κοινότητα χρειάζεται ακόμα ένα ποσόν πέντε εκατομμυρίων δολαρίων για να το εξοφλήσει. «Θα κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια για να συγκεντρώσουμε όσο περισσότερα χρήματα μπορούμε» είπε και πρόσθεσε πως «το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο δεν θα είναι μόνο για την ομογένεια της Μελβούρνης αλλά για τον απανταχού Ελληνισμό».

Υπενθυμίζεται πως, ο Αύγουστος είναι ο μήνας που η ελληνική ομογένεια της Αυστραλίας έχει τα γενέθλιά της αφού αυτόν τον μήνα (αποδεδειγμένα) πάτησαν το πόδι τους για πρώτη φορά οι Έλληνες της Αυστραλίας και τον ίδιο μήνα αποφασίστηκε και η ίδρυση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας.

Συγκεκριμένα η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης ιδρύθηκε το 1897, είναι γηραιότερη από την Αυστραλιανή Συνομοσπονδία και φέτος γιορτάζει την 117η επέτειο της ίδρυσής της, ενώ η ιδρυτική συνέλευση της Κοινότητας αποφασίστηκε στις 22 Αυγούστου του 1897.

Σημειώνεται ότι, για πρώτη φορά στις 5 Αυγούστου του 1895 οι ελάχιστοι τότε Έλληνες της Αυστραλίας ζητούσαν με επιστολή τους, από τον τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ιερέα για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών τους αναγκών. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, λειτούργησε για πρώτη φορά το 1902 και για 50 και πλέον χρόνια ήταν η μοναδική ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αυστραλίας.

Πότε πάτησε πόδι ο πρώτος Έλληνας στην Αυστραλία; ‘Άγνωστο! Σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα αυστραλιανών εφημερίδων της δεκαετίας του …1820, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στο Σύδνεϋ το 1803!

‘Αλλα δημοσιεύματα (το 1947 στη Βραδυνή, το 1962 στο περιοδικό Πάνθεον και το 1972 στα Υδραϊκά Νέα) κάνουν λόγο για διάφορους Έλληνες που φέρονται να έφτασαν στην Αυστραλία λίγο αργότερα. Δηλαδή μεταξύ 1803 και 1820.

Οι ιστορίες τους αναφέρονται αναλυτικά στον πρώτο τόμο του έργου “Αυστραλοί και Έλληνες” που κυκλοφόρησε το 1992. Συγγραφέας του ο Hugh Gilchrist, πρώην Αυστραλός διπλωμάτης και συγγραφέας, που έχει γράψει τρεις μνημειώδεις τόμους, περισσότερες από 400 σελίδες ο καθένας, πάνω στο θέμα “Αυστραλοί και Έλληνες”.

Ο Hugh Gilchrist σημειώνει όμως πως δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει πολλές από τις ιστορίες για την άφιξη των πρώτων Ελλήνων. Κατά τον ίδιο, η πρώτη επιβεβαιωμένη άφιξη Ελλήνων στην Αυστραλία έγινε τον Αύγουστο του 1829. Ήταν επτά ναυτικοί από την Ύδρα που αρχικά καταδικάστηκαν σε θάνατο για πειρατεία σε βρετανικό πλοίο στη Μεσόγειο (άλλοι υποστηρίζουν ότι έπαιρναν μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821) των οποίων η ποινή, μετά από παρέμβαση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μετατράπηκε σε ισόβια εξορία στην …Αυστραλία!

Και το πιο εντυπωσιακό: Οι πέντε από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα, ενώ οι άλλοι δύο, ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης επέλεξαν να μείνουν στην Αυστραλία. Την άκρως ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία καταγράφει, μαζί με εκατοντάδες άλλες στο τρίτομο έργο του ο Hugh Gilchrist.

Υπάρχουν κι άλλες εξίσου συναρπαστικές ιστορίες που ξεκινούν στην δεκαετία του 1820 και τερματίζονται στην δεκαετία του 1950 αφού τα τρία βιβλία του καλύπτουν αυτή την ιστορική περίοδο.

Ποιος γνωρίζει, για παράδειγμα, πως το 1827 στάλθηκε ξυλεία από την Αυστραλία για την ενίσχυση του ελληνικού ναυτικού; Ή ότι η πρώτη Ελληνίδα που πάτησε πόδι στην Αυστραλία ήταν η Αικατερίνη Πλέσσου (Κράμερ) που γεννήθηκε στην αυλή του Αλί Πασσά, αρραβωνιάστηκε τον Ιωάννη Κωλέττη (αργότερα πρωθυπουργό της Ελλάδας), γνώρισε τον Λόρδο Βύρωνα και τελικά παντρεύτηκε έναν βετεράνο της μάχης του Βατερλό, τον στρατηγό Κράμερ και στις 28 Σεπτεμβρίου του 1835 μαζί με ένα πλοίο που μετέφερε 300 κατάδικους έφτασαν στο Σίδνεϊ.

Πηγή: greekreporter.gr

          History of Sydney Olympic

sydney-olympic-football-club_2999129_144351_image

 

 

source: studio3newcastle.com

 

Greek-Australian: History of St Nicholas Greek Orthodox Parish

hihih

The history of the St Nicholas Greek Orthodox Parish has its beginnings in the year 1961 when the first influx of Greek immigrants began settling in the Marrickville region.

The Marrickville region had a great need for a Church in the 1950s with thousands of migrant Greeks residing in the area. The Church these days has grown to serve and support the spiritual needs of approximately 15,000 parishioners.

Between 1961 and 1966, the original house on the land acquired was converted into a Church to be able to serve the Greek community of Marrickville and its surrounding regions with liturgies and sacraments. The church today is now performing sacraments to the 2nd and 3rd generation Greeks in the region.

foundations

The foundation Stone was laid on June 6th, 1965 by His Eminence Archbishop Ezekiel of Australia and New Zealand, with the Official Opening taking place on the 3rd October 1966 by His Grace Bishop Dionysios of Nazianzos.

opening of church

The consecration of the Parish was performed by His Eminence Archbishop Stylianos of Australia on the 15th June 1975 where thousands of parishioners were present for this historic moment.

Today Saint Nicholas church stands as an amazing and breath taking architectural landmark in Marrickville. Its amazing structural design with the arching bell towers gives it a byzantine character. There is a reception hall on the grounds of the church, for the Parish needs and an afternoon Greek school, teaching our young children the Greek language.

old church

Over the past three decades, the community continued its sacred mission. The Sunday School and Greek School programs along with a special emphasis on the religious services of the Church brought the community to a deeper realisation of its purpose and character. 0

Afternoon Greek School

The Afternoon Greek School at St Nicholas Church Marrickville has demonstrated a commitment and tradition of service toward the wider community by providing high quality education of the Modern Greek language and culture.

One of the primary objectives of the Afternoon Greek School at St Nicholas Parish is to provide a high standard of language education, in a safe and caring environment, which is complimentary to all members of the community.

Over the years, there has been a constant effort to improve the quality of the education program by developing teaching materials relevant to students’ learning needs and staff’s teaching methodology in order to attain a high standard of professional performance and student achievement.

The School’s dedicated teacher Mrs. Jenny Rennie is responsible for the 70 children who attend the school throughout the year. She is ably supported by a member of the Education Department from the Consulate General of Greece.

The school operates on a six day basis. The primary school students attend classes twice a week starting on Monday and concluding on Friday. The classes run from 4–6pm. The high school students attend classes on Saturday morning through to the afternoon.

A component of the students’ education is their involvement in a number of important extra-curricular activities during the year. These include participation in community events such as the annual Panigiri, as well as religious and national commemorative celebrations of Greek Independence Day (25th March) and Greek National Day (28th October).

To ensure that education is provided at a minimal cost to every student, financial support is obtained from the Department of Education and Training as well as government funding.

Efforts to strengthen the teaching material have resulted in the recent acquisition of publications, colourful readers, charts, cards, CDs, Radio-Cassette/CD players, laptops and DVD’s. This has been successful with the help of fund-raising and the generous efforts of parents and benefactors of the community.

source: http://www.stnicholas.com.au/general/aboutourparish

 

Greek Australians: Iconic Greek cafe destroyed

cafedeluxe

88-year-old Cafe de Luxe lost to the flames.

One of the last traditional Greek cafes in outback New South Wales is no more.

The Cafe De Luxe at Brewarrina was burnt out last weekend in a fire that took fire crews six hours to extinguish.

The owner and former mayor of the Brewarrina Shire, Angelo Pippos, was in Sydney when the blaze broke out.

Speaking to Neos Kosmos, Mr Pippos (67) said he and his wife Margie were devastated.

“This is the only home I’ve ever known. I don’t know what we’ll do now.

“We’ve lost just about everything. This was an Australian icon, it was still the same as when it was built”.

Meanwhile, Mr Pippos has received messages of sympathy from across Australia and overseas, as news of the fire spread.

“We’ve had calls from people who we don’t even know who visited the cafe, saying how sad they are to hear the news.”

Mr Pippos, who has no children, said that a new Cafe de Luxe rising phoenix-like from the ashes wasn’t out of the question.

“We’re not going to make a rash decision. If everything goes to plan we’ll probably rebuild, but it’ll be nothing like the old one.”

The fire is believed to have started as the result of an electrical fault.

Mr Pippos’ father George, a migrant from Ithaka, opened the Cafe de Luxe in 1926, one of five he created in western NSW. By the late 1970s only the Brewarrina business was left.

Author and museum curator Peter Prineas told Neos Kosmos that it was unlikely that any other Greek Australian cafe had operated under the ownership of one family for so long.

“As well as the personal loss for the proprietors, this is a tragic loss of Greek cafe heritage, as the interior decor and fittings looked to be mostly original.”

Hundreds of Greek-owned cafes were established across rural NSW and Queensland in the 1920s and 1930s, with entrepreneurs freshly arrived from Greece eager to realise commercial opportunities in regional Australia.

Serving up a hybrid menu of British and American and Mediterranean influences, the cafes became a much-loved Australian institution, particularly in the bush where cafes were often the only establishments open seven days a week. Almost all are now gone.

Writing in The Australian, George Pippos’ grandson Andrew lamented his family’s loss, but said that such cafes were “never meant to last”.

“The beautiful art-deco in­teriors, the scales for lollies, the silverware, the saloon doors, the soda fountains, the booths, the jukeboxes, the quirky signs
(‘Our Motto: cleanliness and civility’) – it’s sad to see these institutions destroyed, first by time, now by fire.”

Andrew Pippos said the cafe “was the heart of an often-troubled town … a place where everyone – Anglo, Indigenous, Euro­pean, Asian – sat down together”, but customers would also remember what the old cafes didn’t offer. “There was no Greek food. The mixed grill and T-bone steak were preferred, and everything came served on oversized, oval plates. For dessert, you ordered a sundae.”

Andrew’s memories of the cafe include spending hours as a boy perched in an olive tree in its back yard.

“If you climbed to the top you could see across the main street of Brewarrina, over the houses, down to the river, where the town returned to the bush.

“The olive tree, now dead, is almost too obvious a symbol for the Greek Australian cafe institution: these businesses nurtured something new in our towns, they thrived, they had their time, and now they are almost all gone.”

source: Neos Kosmos

 Greek Australian:Η Μελβούρνη των Ελλήνων

Ρεπορτάζ: Μπάμπης Πετράκης – Σωτήρης Σκουλούδης

Μια υπερσύγχρονη μεγαλούπολη, χτισμένη κυρίως με τον μόχθο των εκατομμυρίων μεταναστών οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες πραγματοποιούσαν το «μεγάλο ταξίδι» προς την Αυστραλία για την ανεύρεση μιας καλύτερης τύχης, ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, βλέποντας την οικονομία της να αναπτύσσεται, το κράτος της να λειτουργεί υποδειγματικά και τους πολίτες της να δηλώνουν «ευτυχισμένοι» και «αισιόδοξοι».

Η Μελβούρνη, η άτυπη «πολιτιστική» πρωτεύουσα της Αυστραλίας, υπερηφανεύεται για την ανάδειξή της ως «η καλύτερη πόλη του κόσμου» για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά από τον «Economist» και εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με τη φιλικότητα και τη λειτουργικότητα με την οποία τον υποδέχεται, υπενθυμίζοντάς του, ακόμα και στις επίσημες τουριστικές περιηγήσεις, ότι αποτελεί «την τρίτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη».

Oakleigh, όπως λέμε… Μοναστηράκι!

Οι εκατοντάδες χιλιάδες ομογενών που διαμόρφωσαν τη μεγαλύτερη ελληνική παροικία, από τη δεκαετία του 1960 κυρίως, κάνουν την παρουσία τους στην πόλη κάτι περισσότερο από αισθητή. Η περιοχή στην οποία διαμένουν πλέον οι περισσότεροι Έλληνες, το Oakleigh, δίνει την εντύπωση στον επισκέπτη ότι βρίσκεται σε μια γειτονιά της… Αθήνας. Οι ελληνικές επιγραφές στα καταστήματα, η γλώσσα που ακούγεται στους δρόμους αλλά και οι… συνήθειες δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας.

Δείτε το ρεπορτάζ για τον Πύργο της Ελληνικής Κοινότητας εδώO πύργος της ομογένειας

Το zougla.gr συνομίλησε με μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς, αλλά και νεοφερμένους Έλληνες, οι οποίοι στη σκιά της κρίσης που πλήττει τη χώρα μας ακολούθησαν τα βήματα που ξεκίνησαν πολλοί συμπατριώτες μας σε άλλες, ακόμη πιο δύσκολες, εποχές.

Η Σταματία Τσώνη, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μελβούρνη, διατηρεί μαζί με την οικογένειά της ένα από τα πιο δημοφιλή εστιατόρια της… ελληνικής γειτονιάς. Δίνοντας το στίγμα της ζωής των ομογενών στη Μελβούρνη, περιγράφει τη σχέση της με την Ελλάδα, τον διαφορετικό τρόπο ζωής και ελπίζει ότι μια μέρα θα επιστρέψει, μόνιμα, στην ιδιαίτερη πατρίδα της.

Η Τζένη, 18 ετών, είναι άρτι αφιχθείσα, σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών από αυτές που είχε να της προσφέρει η Ελλάδα, δηλώνει ενθουσιασμένη με τη νέα της ζωή και περιγράφει όλα αυτά που της κάνουν εντύπωση σε σχέση με όλα όσα ήξερε μέχρι τώρα…

Ο Μιχάλης Μανδάλης είναι ο «παίκτης-θρύλος» του… καμαριού της ελληνικής κοινότητας, της ποδοσφαιρικής ομάδας Ελλάς Μελβούρνης (σήμερα λέγεται Νότια Μελβούρνη), η οποία έχει προσφέρει μεγάλες χαρές στους ομογενείς κατακτώντας πολλές φορές το πρωτάθλημα της χώρας. Ο ίδιος θυμάται… ένδοξες στιγμές, πλέκει το εγκώμιο στον συμπαίκτη του Κώστα Νεστορίδη και δηλώνει ευτυχής για τις σημερινές επιτυχίες της Εθνικής μας ομάδας.


Ο Αποστόλης, 85 ετών, ανακαλεί τις μνήμες του από τις πολύ δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε όταν έφθασε στην Αυστραλία, τη δεκαετία του 1960, όταν και χρειάστηκε να αποδράσει από στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Σήμερα, καμαρώνει τον γιο του που έχει μια πολύ καλύτερη ζωή από αυτή που έκανε αυτός…

Ένα κρητικό χωριό στην Αυστραλία

Κοντά στο κέντρο της Μελβούρνης υπάρχει το «Κρητικό Χωριό», ένας πολυχώρος πολιτισμού και ψυχαγωγίας, από Κρητικούς για… Κρητικούς -και όχι μόνο! Ο Αντώνης Τσουρδαλάκης, απερχόμενος πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Κρητών, ξενάγησε το zougla.gr, παρουσιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι Κρητικοί συνδέονται, αναδεικνύουν αλλά και… αναπολούν την πατρίδα τους…

Πηγή:zougla.gr

 

Greek Australians: Μια ιστορία που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε…

Η Αικατερίνη Πλέσσου

Η Αικατερίνη Πλέσσου

Οι συγκλονιστικές περιπέτειες των πρώτων Ελλήνων πειρατών που εξορίστηκαν στην Αυστραλία.

Το 1788 οι πρώτοι Ευρωπαίοι, που ήταν στην πλειοψηφία τους κατάδικοι της Αγγλίας, εγκαθίστανται μόνιμα στην Αυστραλία. Ολλανδοί και Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ανακάλυψαν αρκετά νωρίς την Αυστραλία, αλλά δεν τη βρήκαν ιδιαίτερα ελκυστική. Όμως, τον Απρίλιο του 1770, ο Ουαλός θαλασσοπόρος Κάπταιν Κουκ τη διεκδίκησε για το αγγλικό στέμμα.

Μετά την αμερικανική επανάσταση του 1776, η Μεγάλη Βρετανία, αφού είχε χάσει πλέον το δικαίωμα να εξάγει τους καταδίκους της στην Αμερική, «θυμήθηκε» τη νέα αποικία της, ανακαλύπτοντας πλέον νέο προορισμό για αυτούς. Έτσι, τον Μάρτιο του 1787, μπαίνει σε εφαρμογή η πρόταση για αποστολή καταδίκων στην Αυστραλία και στις 26 Ιανουαρίου του 1788, μετά από ένα οκτάμηνο ταξίδι, φθάνουν στο Μπότανι Μπέι, 11 πλοία, με 1.487 άτομα, εκ των οποίων οι 778 ήταν κατάδικοι (192 γυναίκες) και οι υπόλοιποι ήταν φρουροί και στρατιώτες με τις οικογένειες τους. Όταν έφτασαν, αντιμετώπισαν λειψυδρία και τρομερή ξηρασία και έτσι ο επικεφαλής της αποστολής κάπτεν Άρθουρ Φίλιπ τους οδήγησε 12 χιλιόμετρα βορειότερα όπου ανακάλυψαν ένα μεγάλο φιλόξενο λιμάνι και εγκαταστάθηκαν, εκτοπίζοντας σιγά σιγά τους ιθαγενείς στην ενδοχώρα. Ο πρώτος αυτός οικισμός ονομάστηκε Σίδνεϊ, από το όνομα του τότε Υπουργού Στρατιωτικών και Αποικιών της Αγγλίας. Η μέρα που εποίκησαν για πρώτη φορά Ευρωπαίοι την «νέα» αυτή ήπειρο, γιορτάζεται μέχρι σήμερα ως «Η Ημέρα της Αυστραλίας».

Οι στρατιωτικοί δημιούργησαν αγροκτήματα, οικήματα και δρόμους, χρησιμοποιώντας τους κατάδικους. Όσοι έδειχναν καλή διαγωγή για ένα διάστημα απελευθερώνονταν με όρους και τους παραχωρούνταν έκταση γης για καλλιέργεια και ανάπτυξη. Από το 1788 μέχρι τη λήξη της μεταφοράς καταδίκων το 1868, περίπου 160.000 άνδρες και γυναίκες μεταφέρθηκαν στην Αυστραλία ως κατάδικοι. Η Αυστραλία αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, ειδικά μετά το 1851 που ανακαλύφθηκε χρυσός, ο πληθυσμός της τριπλασιάστηκε σε 1,7 εκατομμύρια, καθώς κατέφθαναν πλοία με επίδοξους χρυσοθήρες από όλο τον κόσμο. Το 1901, γίνεται ομοσπονδιακό κράτος και κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων φθάνουν στο λιμάνι της ορδές μεταναστών από όλο τον κόσμο. Σήμερα, η Αυστραλία έχει έναν πληθυσμό 22 εκατομμυρίων ανθρώπων, το 43% των οποίων είτε έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό είτε έχουν ένα γονέα που γεννήθηκε στο εξωτερικό.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Κατάδικος ήταν και ο πρώτος Έλληνας που βρέθηκε στην Αυστραλία, το 1802. Ο Δαμιανός Γκίκας, ήταν Υδραίος καπετάνιος και συνελήφθη άδικα για πειρατεία από ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία για την τύχη του, καθώς δεν είναι καταγεγραμμένα τα στοιχεία του στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας.

Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Γιώργου Παππά, που βρέθηκε σε αυστραλιανό έδαφος το 1814, ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού. Παντρεύτηκε μια ιθαγενή (Αβορίγινα), εγκατέλειψε το πλοίο του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ.

Παλιές αυστραλιανές εφημερίδες του 1900, αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που φέρεται να έφτασαν στην πέμπτη Ήπειρο μεταξύ του 1803 και του 1820.
Στα Αρχεία του αυστραλιανού κράτους, φιγουράρουν τα ονόματα επτά Ελλήνων ναυτικών που κατέφθασαν στις 27 Αυγούστου 1829 στις ακτές της Αυστραλίας ως βαρυποινίτες, που εξορίστηκαν μόνιμα από τις βρετανικές Αρχές, γλιτώνοντας έτσι τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση. Ήταν το πλήρωμα της σκούνας «Ηρακλής», με πλοίαρχο τον Αθηναίο Αντώνη Μανώλη, και έξι νεαρούς ναυτικούς από την Ύδρα, τον Δαμιανό Νινή, τον Γκίκα Βούλγαρη, τον Γεώργιο Βασιλάκη, τον Κωνσταντίνο Στρόμπολη, τον Γεώργιο Λαρίτσο και τον Νικόλαο Παπανδρέα.

Είχαν κουρσέψει το βρετανικό εμπορικό μπρίκι «Άλκηστη», χωρίς να πειράξουν τους Βρετανούς ναυτικούς, στις 29 Ιουλίου 1827, έξω από τη Μάλτα. Η λεία τους δεν ήταν πολύτιμη, επρόκειτο για είδη πρώτης ανάγκης, θειάφι, σκοινιά, σκεύη και πιπέρι. Δύο μέρες αργότερα, τους έπιασε το βρετανικό πλοίο “Gannet” που εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης, οδηγώντας τους στο δικαστήριο.

Τραγική ειρωνεία είναι ότι στο δικαστήριο προέδρευε ο αντιναύαρχος Έντουαρντ Κόνδριγκτον, γνωστός από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Αν και τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε σώσει την ελληνική επανάσταση, δεν έκανε το ίδιο και για τους ναυτικούς. Ο Κόνδριγκτον, δεν συμπαθούσε τους πειρατές. Είχε στείλει πέντε φορές έγγραφες διαμαρτυρίες προς την ελληνική επαναστατική ηγεσία ζητώντας την περιστολή της πειρατείας, απειλώντας να πάρει μέτρα. Έτσι τους καταδίκασε σε θάνατο.
Όμως, γλίτωσαν στο παρά πέντε την εκτέλεση, καθώς το Λονδίνο αποφάσισε ότι θα ήταν πιο χρήσιμοι στο βρετανικό κράτος αν εξορίζονταν μόνιμα στην Αυστραλία για καταναγκαστικά έργα.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥΣ

Όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ, τέθηκαν στις υπηρεσίες των αποικιακών Αρχών και, απ’ ό,τι φαίνεται, γρήγορα αξιοποιήθηκαν οι ιδιαίτερες γνώσεις τους στην οινοποιία.
Μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1834, κινητοποιήθηκε η ελληνική διπλωματία για τον επαναπατρισμό τους μετά και από παρότρυνση των συγγενών τους. Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρίδων Τρικούπης και τελικά οι Βρετανοί συμφώνησαν να απαλλαγούν πλήρως και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει τα έξοδα της μεταφοράς τους, 4.921 δραχμές, που ήταν αρκετά για την εποχή. Από τους επτά οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν.
Ο πρώην πλοίαρχος του πληρώματος, Αντώνης Μανώλης αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Σίδνεϊ και σε ηλικία 50 ετών (το 1854), έγινε ο πρώτος Αυστραλός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Εργάστηκε εκεί ως κηπουρός και πέθανε σε ηλικία 76 ετών, στις 22 Σεπτεμβρίου 1880, στο Πίκτον (γεννήθηκε στην Αθήνα το 1804).

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Η Αικατερίνη Πλέσσου, γεννήθηκε στο χωριό Πλεσιβίτσα (σημερινό Πλαίσιο) της Θεσπρωτίας το 1809 ή το 1810. Ο πατέρας της Γιώργος, που ήταν έμπορος από τις Σέρρες, ταξίδευε συχνά και έτσι η δεκατετράχρονη μητέρα της Βασιλική, μεγάλωνε μόνη τα δύο νήπια παιδιά της, την Αικατερίνη και τον Κωστούλα. Η Βασιλική ήταν πανέμορφη και την πολιορκούσαν πολλοί άνδρες. Την είδε ο γιος του Αλή Πασά, Μουχτάρ, την ερωτεύτηκε και την πήγε στο χαρέμι του. Απείλησε, μάλιστα, τον σύζυγό της να μην την ξαναπλησιάσει γιατί θα τον σκότωνε. Η Κατερίνα όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη. Ο γιος του Αλή Πασά άρχισε να γλυκοκοιτάζει και αυτή με αποτέλεσμα η μάνα της να αρραβωνιάσει εσπευσμένα την δωδεκάχρονη κόρη της με τον γιατρό του Αλή Πασά που δεν ήταν άλλος από τον Ιωάννη Κωλέττη, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας. Ο αρραβώνας διαλύθηκε όταν πέθανε ο Αλή Πασάς και ο γιος του και η Κατερίνα βρέθηκαν στο Μεσολόγγι. Εκεί γνώρισε τον λόρδο Βύρωνα και έκαναν στενή παρέα, μάλιστα ήταν από τους τελευταίους ανθρώπους που τον είδαν εν ζωή. Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, η νεαρή κοπέλα περιπλανήθηκε αρκετά και βρέθηκε στο νησάκι της Καλάμου, κοντά στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας. Εκεί, γνώρισε και παντρεύτηκε το 1827, τον διοικητή της βρετανικής φρουράς του νησιού και βετεράνο της μάχης του Βατερλό, Τζέημς Χένρυ Κράμερ.

Το ζευγάρι ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές λόγω του επαγγέλματος του Βρετανού αξιωματικού, ώσπου η χώρα του τον έστειλε να υπηρετήσει στην Αυστραλία. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, η Αικατερίνη Πλέσσου, φθάνει στο Σίδνεϊ με ένα πλοίο που μεταφέρει 300 κατάδικους και γίνεται η πρώτη Ελληνίδα έποικος στο Νιουκάστλ. Στην Αυστραλία θα γεννηθεί το έκτο παιδί τους. Απέκτησαν συνολικά έντεκα παιδιά, εκ των οποίων έζησαν πέρα από τα παιδικά τους χρόνια, μόνο τα έξι. Από αυτούς μόνο ο γιος της Ρόμπερτ απέκτησε απόγονους και έτσι συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, η οικογένεια των Κράμερ – Πλέσσου.

Η Κατερίνα Πλέσσου έζησε ήρεμα αλλά σχετικά φτωχικά στην Αυστραλία, αφού στην κατοχή της η οικογένεια είχε μόνο ένα μικρό αγρόκτημα και τον στρατιωτικό μισθό του συζύγου. Μετά το θάνατό του, το 1864, η Αικατερίνη μετακόμισε στο Σίδνεϊ όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο γιος της Χένρυ. Μαζί έμειναν μέχρι το θάνατό της, στις 8 Αυγούστου του 1907, σε ηλικία περίπου 98 ετών. Η τελευταία της οικία στο προάστιο Darlinghurst στο ανατολικό Σίδνεϊ δεν υπάρχει πια, αφού κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1970 για την διαπλάτυνση λεωφόρου.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ

Το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Έλληνες. Στην πρώτη επίσημη απογραφή του 1891, βρέθηκε ότι ζούσαν εκεί 482. Αυτοί οι μετανάστες κατάγονταν κυρίως από τα Κύθηρα, την Ιθάκη, το Καστελόριζο και τη Μακεδονία.

Είκοσι χρόνια μετά, το 1911, ο αριθμός τους ξεπερνάει τους 2.500 και μετά τη μικρασιατική καταστροφή καταφθάνουν ορδές μεταναστών στην Αυστραλία. Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα σημειώθηκε την δεκαετία του ’50.
Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1897, είναι γηραιότερη και από την Αυστραλιανή Συνομοσπονδία.

Πηγή:Νέος Κόσμος

Greek Australian:Μια από τις αρχαιότερες Ελληνικές οικογένειες του Ντάργουιν οργανώνει reunion

Ο Ευστράτιος και η Ελένη Χαρίτου με τα επτά παιδιά τους

Ο Ευστράτιος και η Ελένη Χαρίτου με τα επτά παιδιά τους. Φώτο: ABC

Ασχολήθηκαν απ’ τα μαργαριτάρια ως τους κροκόδειλους.

Οι Έλληνες του Ντάργουιν, της βορειότερης πόλης της Αυστραλίας, με τροπικό κλίμα, εξακολουθούν να έχουν ιδιαίτερα έντονη παρουσία εκεί, κυρίως οι Καλύμνιοι.
Η ελληνική παροικία του Ντάργουιν αριθμεί περίπου 10.000 ομογενείς. Είναι μια παροικία ολοζώντανη, προοδευτική, φιλόξενη, με έντονο ενδιαφέρον για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το 95% του συνόλου της είναι Καλύμνιοι, οι οποίοι έχουν εισχωρήσει στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία και έχουν διακριθεί για το ήθος, την εργατικότητα και την κοινωνική τους ανέλιξη.

Ο ελληνισμός στη Βόρεια Επικράτεια της Αυστραλίας έχει παρουσία άνω των 100 χρόνων.
Οι ομογενείς έχουν διακριθεί σε όλες τις εργασίες. Από την καλλιέργεια μαργαριταριών, κατασκευές, αλυκές έως το κυνήγι κροκοδείλων!
Όλα αυτά τα χρόνια και σχεδόν σε όλες τις δουλειές ακούγεται ένα γνωστό ελληνικό όνομα εκεί: Το όνομα της οικογένειας Χαρίτου.
Πρώτος στο Ντάργουιν, από την εν λόγω οικογένεια, έφτασε ο Ευστράτιος Χαρίτος κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο 1914-1919 έφθασαν περίπου 1.000 Έλληνες.

Ο Ευστράτιος Χαρίτος, δυο χρόνια μετά την άφιξή του, έκανε μια αλυκή για να εφοδιάζει με αλάτι τα σφαγεία της περιοχής.
Ο γάμος του με την Ελένη Χαρμάνη ήταν ο πρώτος παραδοσιακός ελληνικός γάμος στην πόλη. Την ίδια μέρα η αδελφή της Ελένης, Κυριακούλα Χαρμάνη,
παντρεύτηκε τον Γιάννη Πίτκα.

Η οικογένεια μεγάλωσε και «σκόρπισε» σε όλη την Αυστραλία, αλλά και στην Παπούα Νέα Γουινέα. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Ντάργουϊν βομβαρδίστηκε και ο Ευστράτιος Χαρίτος επέζησε για να ασχοληθεί με την καλλιέργεια μπανάνας.

Ο γιος του, Γιώργος Χαρίτος, μαζί με τον αδελφό του Νικολή, ασχολήθηκαν και με το κυνήγι κροκοδείλων όπου διακρίθηκαν.
Μάλιστα, το 1950 βοήθησαν τον πρίγκιπα Φίλιππο, σύζυγο της βασίλισσας Ελισάβετ, να σκοτώσει κροκόδειλους και να τους γδάρει.

Τώρα η Ελένη Χαρίτου, απόγονή τους, οργανώνει ένα αντάμωμα όλων των μελών της οικογένειας που βρίσκονται σε διάφορες
περιοχές της Αυστραλίας, σε άλλες χώρες και στην Ελλάδα.

«Ελπίζουμε τον προσεχή Ιούνιο, εκατό χρόνια μετά την άφιξη του Ευστράτιου Χαρίτου στο Ντάργουιν να συγκεντρωθούμε πάνω από εκατό μέλη της οικογενείας και να το γιορτάσουμε» λέει η κ. Χαρίτου.

Πηγή:Νέος Κόσμος

Greek Australians: Greek Australian women from the 1820s Part 2

In her own image

Creousa Argery (nee Levonis) in the kitchen at the Boonara Cafe, Goomeri, Qld, late 1930s. Women often undertook the hidden work of a family-run Greek cafe, particularly during the initial development of the business. Photo courtesy Kritharis family.

Many Greek men settling in Australia continued to marry women of British background – as was overwhelmingly the case during the gold rushes – but those more concerned with maintaining Greek values and tradition opted to either return to Greece, marry, and then re-migrate with their bride, or arrange marriage by proxy and subsequently organise for her passage out.

Sophocles Servetopoulos returned to Sydney from Greece in 1890 with his new bride, Eleni, and in 1909, Dr Konstantinos Kyriazopoulos (Krizos) re- migrated to Melbourne with his new wife, Antigone (nee Dimissa).

Some Greek women at this time are also known to have married men of British Australian background. Annie Higinis (Higenis) married William Bennett at Port Pirie, South Australia in 1918, and Evangelia Dioktitis married Robert Sidney Parker in 1924 in Darwin.

The start of this period also witnessed Australia’s first graduate of Greek background: a woman – Orea Emma Hellas Moustaka. Orea Emma, one of the five daughters of Tambaroora/Hill End Greek gold miner Dimitrios (Peter) Moustakas, was awarded a Bachelor of Arts degree from Sydney University in 1897.

The early twentieth century saw the growing but still limited number of Greek women in Australia’s major urban centres banding together and forming Hellenic social groups and organisations. Antigone Kyriazopoulos (nee Dimissa), for example, utilising her good education and middle class background, assisted in establishing the Melbourne Greek Women’s Society in 1916.

In the following year, as president of the society, she instigated the staging of her husband’s play – translated as The Inconsiderate Guest or The Uninvited Visitor – in aid of the Greek War Orphans’ Relief Fund (World War I). Dr Konstantinos Kyriazopoulos’ play is considered to be the earliest written by a Greek settler in Australia and its staging by Antigone was the inaugural public performance. Formal Greek women’s societies were also constituted in Perth (1926), Sydney (1929), Brisbane (1931) and Adelaide (1937).

The creation of such social and cultural networks by Greek Australian women also assisted in regard to family responsibilities. In an alien host society, without their mothers to help domestically, particularly with childcare, they had to rely heavily upon each other.

For the early generations of Greek Australian women, picnics and other social and cultural gatherings were a much welcomed respite from the general isolation they experienced: their numbers were few, their family and work responsibilities great, their relationships with non-Greek women limited, and their interaction with non-Greek men for reasons other than business or neighbourly hellos, excluded.

For some of those in regional areas, the geographical and socio-cultural isolation, burdened with persistent toil and family responsibilities, at times inflicted deep despondency. Such a heavy sadness, driven by circumstance, has remained with Maria Sourrys, who settled with her husband, George, in Hughenden in north-eastern Queensland in 1939:

“I was the first Greek woman here for the first couple of years … had nothing … worked hard … I’ve never returned to Greece … eight (Greek) families here once … now they’ve all gone.” Maria had seven children and she and her husband operated Sourrys’ Café.

Many Greek women during the first-half of the twentieth century worked in family-run Greek cafés. The preparation of café meals, washing up and cleaning for many long, hard and monotonous hours was followed by the running of the household and caring for their children’s comfort, well-being, and the instilling of Greek spiritual and cultural values.

Their young daughters were also expected to help out in the family business, whilst ensuring their homework was completed and that time was spent gathering and making items for their prika (dowry).

This pattern of assisting with income-generating activities combined with family duties featured in the lives of most other Greek Australian women – be they on the Queensland sugarcane and cotton fields, or on the mining fields of Western Australia and New South Wales, or on the stone and dried fruit plantations in South Australia and Victoria, or in the fishing ports scattered around the continent.

Beyond the stereotype

Some Greek Australian women though, were able to look beyond routine.

Mary Dakas (nee Paspalis) became a pearl lugger operator on Australia’s north-western coast – most probably the only Greek female to have done so. A Dakas Street exists in Broome (Western Australia) today as a tribute to this unique Greek Australian pioneer pearler. She has been described as “a fascinating lady” of “very strong character” because “to take over the running of the luggers as she did … was against all the conventions” of a staunchly male dominated Australian pearl shell industry and a “very class conscious” Broome of the ’40s and ’50s.

The Likiard (Likiardopolous) sisters became champion swimmers and divers during the late 1930s and 1940s. Stavroula Catherine Likiard held the Victorian and Australian Springboard and Tower Diving Championships for a number of years, and at the time was “the only women diver in Australia able to handle the one and a half somersault dive from the three-metre board”.

Thea Karofilis entered a regional charity competition in New South Wales and became the first Miss Wagga (Wagga Wagga) in 1948. Anna Gregory (Grigoriadis), who had arrived in Australia as a four-year-old in 1929, graduated from Sydney University with a medical degree in 1947 and established herself in general practice before becoming a psychiatrist. She is considered to be the first Greek woman to practise medicine in Australia. Fifi (Efthymia) Krizos (daughter of Dr Konstantinos and Antigone Kyriazopoulos) graduated with a Bachelor of Science degree from Melbourne University in 1938. Having majored in haematology, she entered employment as a biologist at Melbourne’s Prince Henry’s Hospital.

During World War II, Greek women in Australia became involved with the Allied war effort. Twenty-six Greek women served in the women’s services of the Australian armed forces. Polyxeni Lucas, Helen Metaxas and Rita Svokos served with the Women’s Royal Australian Navy Service (WRANS). Anne Kaliopi Karofilis (Thea Karofilis’ sister) engaged in ‘home guard’ defence measures by undertaking semaphore training. Others took on nursing – such as Fifi Krizos, who became a medical assistant in a munitions plant and later served with the Red Cross in Greece.

Perhaps given the new bond forged between Greece and Australia during the global conflict, particularly following the Battle of Crete in 1941, Greeks in Australia seem to have acquired a greater public visibility immediately after the war (which continued when Greece and Australia signed their migration agreement in 1952). Pix magazine in 1946 offered readers a cover story titled ‘Greek Baptism’ which featured not only an insight into traditional Greek Orthodox customs as practised in Australia, but also the importance of the role of women (godmother and mother) in the ceremony and the ritual tasks.
Return migration

Understandably, Greek migration to Australia during the war practically ceased. However, some Greek Australian women had returned to Greece during the preceding decades of the twentieth century. This was the start of a tradition of Greek female return migration (resulting in either permanent re-settlement or a stay for an extensive period), which has ebbed and flowed with changing economic and socio-cultural conditions in both countries, together with specific personal considerations of the returnee and their family.

Amongst the young girls who returned prior to the 1950s, negative, and even sadly moving, personal stories have emerged. Born in Hamilton in Newcastle, New South Wales, in 1914, Cassie Kostopoulos (nee Zavoyianny), returned to Ithaca with her parents in 1926. Unfortunately her parents re-migrated to Australia to acquire further finances for the family’s future in Greece, leaving Cassie in the care of a relative. Cassie never saw her father again (died 1945), and her mother did not return until 1961. She recalls:

“My parents … left me here, they were frightened that I would grow up the Australian way. They left me here in 1928 … I always had the hope that one day I would leave from here … I lost my hopes.”

Dora Megaloconomos (nee Comino) was born in Sydney in 1923. In 1936 she and her family left for Kythera. Dora remained in Greece for the next eleven years, witnessing both World War II and most of the Greek Civil War: “I wanted to come back like anything.” Panayiotitsa Yeryopoulou (nee Christianos) was born in Kempsey, NSW, in 1924. Although she returned with her family to Kythera when she was still quite young, Panayiotitsa considers that Greeks who were born in Australia should not return to Greece.

Attention should also be given to the stories of those women who were left behind in regions within Greece that had been heavily affected by male migration to Australia prior to the 1950s – Ithaca, Kythera and Kastellorizo. In some villages, the unenviable situation had developed where the women far outnumbered the men. Whilst not Greek Australians, these women should nonetheless be considered as part of the narrative of Greek female migration to Australia. Women like Ekaterina Karvouni in Ayia Saranta on Ithaca, who waited in the hope that someone amongst those men who had migrated from her village would remember her and propose marriage: “I wanted to go to Australia but no one offered to take me.”

Much of the early migration of Greek men to Australia was motivated by the responsibility to acquire suitable dowries for daughters and sisters. Some of these men, such as Kosmas Megaloconomos, still felt the weight of this duty later in life and returned to Greece, in part, to care for unmarried female family members.

Bride ships

In 1956, a program commenced to redress the imbalance between the numbers of Greek male and female. Single Greek women were trained in Athens for domestic work in Australia, as well as being taught English. They were contracted for two years to the Australian Government, which would find them suitable employment. Interestingly, the Australian Government’s scheme also provided a means for single Greek women to extricate themselves from the burden of the traditional dowry system.

Between 1957 and 1963, more Greek females than males arrived in Australia – most though as privately sponsored migrants, rather than ‘assisted’. With migrant ships carrying large numbers of single Greek women to Australia, many as prospective brides for Greek men, the vessels became known as ‘bride ships’.

Occupations entered by post-World War II Greek female arrivals included: factory work; machinists; food catering; cleaners; teachers in Greek afternoon schools; and for those with a good formal education and a firm grasp of English, employment as translators and public servants.

The era also evidenced the first nun to be ordained in the Greek Orthodox Church in Australia: Sister Kaliniki (Coralia Stavropoulos, nee Christides), who took her vows in 1971. Judith Durham – whose maternal great-grandfather, Antoni Dimitri Pannucca, was Cretan – acquired huge international success in the 1960s as the female vocalist with the popular Australian music group, ‘The Seekers’. While still in her teens, singer, Laurel Lee (Lorraine May Lianos) became a regular on Johnny O’Keefe’s late 1950s television show, ‘Six O’Clock Rock’. Elly Lukas, who had arrived in Australia in 1947, became an international model of considerable renown just seven years later when she modeled the Christian Dior gown of the year in Paris.

Disembarking in Australia in 1951, Vasso Kalamaras (nee Papayiannakis) persisted with her desire to be a writer and went on to win an array of literary grants and prizes – in 1990 she won the Western Australia Premier’s Award for Fiction for her book, The Same Light.

Similar to male post-war migration, Greek women were originating from all areas of their homeland, and assisted in numerically swamping, over time, the prominent traditional chains of migration from Kythera, Ithaca and Kastellorizo. Moreover, unlike earlier Greek female arrivals, many post-war Greek women were conscious that they were not simply migrating to Australia, but to a country with well-established Greek communities. This assisted to lessen the social and cultural dislocation experienced through the process of migration and settlement, particularly for those who settled in centres that possessed a significant Greek Australian presence. Greek women could have their hair done at Greek hairdressers, buy goods at Greek-run shops, attend Greek Orthodox church services, and catch up on news through Greek language newspapers or through Greek women’s groups, and even acquire both food and entertainment items from Greek import shops.

By 1981 the ratio of Greek males to females had almost become even: 106 Greek men to every 100 Greek women.

The female offspring of post-World War II Greek settlers have generally benefited, along with the boys, from their parents’ migration. According to a 1995 report by the Centre for Population and Urban Research at Monash University, Melbourne, the children of post-war Greek migrants were high achievers in education and work, and gained better qualifications than their peers whose parents were born in Australia, Britain, Ireland or Western Europe.

*This article is an edited excerpt from the ‘In Their Own Image: Greek-Australians’ National Project Archives, by Leonard Janiszewski and Effie Alexakis. All the photos are part of the project.

source: Neos Kosmos

Greek Australians: Η αξέχαστη επίσκεψη του αείμνηστου Γκoφ Oυίτλαμ

Από αριστερά προς τα δεξιά, ο πρόεδρος της Κοινότητας Dandenong,  Γεώργιος Κ. Μπ

Από αριστερά προς τα δεξιά, ο πρόεδρος της Κοινότητας Dandenong, Γεώργιος Κ. Μπαφίτης και ο πρωθυπουργός κ. Ουίτλαμ

Στην Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Dandenong και Περιχώρων.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1974 (ως πρόεδρος της ως άνω Κοινότητας εκείνα τα χρόνια), μου τηλεφώνησε ο τοπικός ομοσπονδιακός βουλευτής Dandenong, Μax Oldomedows, και με παρακάλεσε να τον επισκεφτώ στο γραφείο του το συντομότερο δυνατόν. Πράγματι, το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφυγα ενωρίς από το γραφείο μου και πήγα προς συνάντησή του. Μόλις κάθισα μου λέει,: «Σύντροφε και φίλε Γιώργο, με ειδοποίησαν από το γραφείο του πρωθυπουργού της χώρας ότι ο κ. Ουίτλαμ θα επισκεφτεί τη Μελβούρνη και την Κυριακή, 3 Μαρτίου στο πρόγραμμά του εσωκλείει και μια ολιγόχρονη επίσκεψη στο Dandenong. Και επειδή γνωρίζω πόσο αγαπάει τους Έλληνες και μια και θα είναι μαζί μας Κυριακή πριν το μεσημέρι, θα χαρεί ιδιαιτέρως να περάσει και από την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητά που εδρεύει στο Dandenong και να παραστεί, έστω και για λίγη ώρα, στη Θεία Λειτουργία στον Ιερό σας Ναό του Αγίου Παντελεήμονα. Σε παρακαλώ, αν δεν έχετε κανένα πρόβλημα με αυτή τη επίσκεψη του πρωθυπουργού μας στη Κοινότητά σας να προσπαθήσετε, αν είναι δυνατόν, να παραβρίσκονται κοντά σας εκείνη την ημέρα οι θρησκευτικές και ελληνικές εθνικές Αρχές της Βικτωρίας».

Τον ευχαρίστησα και του υποσχέθηκα ότι θα κάνω το παν ώστε να είναι κοντά μας και ο επίσκοπος Θεουπόλεως, κ. Παντελεήμων, αντιπροσωπεύοντας τον Μακαριστό Σεβασμιότατο Αρχιεπίσκοπό μας, κ. κ. Ιεζεκιήλ, καθώς επίσης και ο Γενικός μας Πρόξενος της Μελβούρνης κ. Βαλσαμάς-Ράλλης, και ότι θα τον ειδοποιήσω επί αυτού του θέματος το συντομότερο δυνατόν.

ώς προϊστάμενος του ιερού μας ναού Αγίου Παντελεήμονος, ανέλαβε να επισκεφθεί τον επίσκοπο και τον πρόξενό μας, τους οποίους γνώριζε προσωπικά αρκετά καλά και είχε συχνές επαφές μαζί τους και οι οποίοι του υποσχέθηκαν μετά χαράς ότι θα είναι παρόντες και, μάλιστα, εκείνη τη Κυριακή θα συμμετάσχει σε Πανηγυρική Θεία Λειτουργία και ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Θεουπόλεως Παντελεήμων.

Πράγματι, αφού είχαμε προετοιμαστεί καταλλήλως για την επίσκεψη του πρώτου Άρχοντα της χώρας που θα επισκεπτόταν το Dandenong, αλλά και την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα για πρώτη φορά. Την Κυριακή, 3 Μαρτίου 1974 και γύρω στις δέκα πρωινή ώρα, έφθασε με τη συνοδεία του ο λαοφιλής και μεγάλος φιλέλληνας πρωθυπουργός της Αυστραλίας κ. Ουίτλαμ, στην Κοινότητά μας. Είχα την τιμή ως πρόεδρος να τον υποδεχθώ στην εξωτερική είσοδο του προαυλίου και αφού τον καλωσόρισα στη Κοινότητά μας εκ μέρους όχι μόνο της τοπικής μας παροικίας, αλλά και όλων των Ελλήνων της Βικτωρίας, και ανάμεσα σε πολλά χειροκροτήματα, περπατήσαμε προς την είσοδο του ναού. Όταν φθάσαμε μπροστά στο ναό, ο κ. Ουίτλαμ σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και διάβασε με άπταιστα Ελληνικά τις λίγες λέξεις που ήταν γραμμένες πάνω από την μπροστινή πόρτα του Ιερού Ναού «Εν Εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν». Ακολούθως, μπήκαμε στον ναό όπου παρακολούθησε με προσοχή τη Θεία Λειτουργία και στο τέλος βγάλαμε λίγες αναμνηστικές φωτογραφίες. Κατόπιν, όλη η συνοδεία και το εκκλησίασμα βγήκαμε από το ναό και βαδίσαμε προς τη διπλανή κοινοτική αίθουσα, με τον κόσμο να χειροκροτεί και να φωνάζει το όνομα του πρωθυπουργού. Φθάνοντας στην κατάμεστη διπλανή αίθουσα, οι επίσημοι αλλά και άλλοι ανέβηκαν στη εξέδρα. Ως πρόεδρος, είχα την τιμή να τον καλωσορίσω και επισήμως και να πω δυό λόγια στην αγγλική προς τον υψηλό επισκέπτη μας, ο οποίος, στο τέλος, λαμβάνοντας το λόγο, είπε για μια ακόμη φορά τα καλύτερα λόγια για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Τού προσέφερα εκ μέρους της Κοινότητάς μας, έναν ελληνικό αμφορέα, βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες και αφού μας αποχαιρέτησε, αναχώρησε με την συνοδεία του και με λίγη καθυστέρηση, εν μέσω χειροκροτημάτων και με το σύνθημα «Ουίτλαμ – Ουίτλαμ» να αντηχεί πολύ ώρα μετά την αποχώρησή του.
Αυτά εν ολίγοις για την επίσκεψη του φιλέλληνα πρωθυπουργού της Αυστραλίας αείμνηστου Γκοφ Ουίτλαμ.

Πηγή: Νέος Κόσμος

Australia:Darwin’s oldest Greek family to reunite at Glendi

Darwin's oldest Greek family to reunite at Glendi

The Haritos brothers taking Prince Philip crocodile shooting in 1956.

The Haritos family migrated to Australia almost 100 years ago, and now the family’s living ancestors are organising a huge reunion.

For some the prospect of a family reunion would have people faking illnesses or purposely missing flights.

But for this family, it’s a little bit different.

Documented as one of the earliest and most prolific Greek migrant families in Darwin, the Haritos family is now organising a mammoth reunion to mark the 100 year anniversary of their grandfather’s arrival to the Northern Territory.

Eustratios Haritos settled in Darwin in 1915 and had eight children, from which sprung a whole Greek empire.

The family has had a hand in everything from pearl diving, salt works and crocodile hunting, as they’ve spread far and wide around the Northern Territory and Australia.

Now the challenge is to rustle every living relative back to Darwin for a colossal reunion in 2015.

Michael Anthony Haritos has taken charge of the proceedings, and has teed up some impressive activities.

The family will have a stall at the annual Darwin Greek Glendi in June, showing off some amazing old photos of the family and giving everyone a bit of a history lesson at the same time.

Buses have been hired to take the family on a guided tour of grandfather Eustratios’ old haunts.

It’s going to be a big weekend for the family.

Adrienne Haritos is coming up from Canberra and says the bus trip is going to include some spots most members of the family will remember.

“We’re going to do a trip around Darwin in a bus, just pointing out a few sites that might not exist in the same way anymore because the town’s grown a lot, but we’ll have a look at the salt pan and we’ll go out to the harbour,” she tells Neos Kosmos.

“The family had an old tin hut on the harbour where the family used to stay recreationally and we’ll visit that on the harbour trip as well.”

The Haritos family created a lot of firsts for the Greek community of Darwin.

Eustratios is thought to be the first to have a traditional Greek wedding in the territory. Eustratios and his fiancé Eleni Harmanis had no choice but to ship a Greek priest from Perth to perform the service as no priest had settled in Darwin. Yet. Only a small influx of about 1,000 Greek migrants arrived in the city between 1914 and 1919 as they looked for work as WWI broke out.

Since it was such a rarity to have a Greek Orthodox priest at the time, Eustratios organise for his wedding to become a double wedding, with his friend piggybacking on the service, getting married to Eleni’s sister.

With a working knowledge of how to extract salt – something he learnt from his hometown of Moschonisi in Asia Minor – Eustratios started a salt pan business with fellow Greek migrants, John Sphakinakis and Dick Colivas to service the newly built meatworks.

Keeping close to the water, Eustratios made sure his eight children would embrace that Greek love of the sea and created a number of businesses linked to it.

The four Haritos boys fished, pearled and hunted crocodiles for their hides, as Eustratios shipped supplies to the small Aboriginal coastal communities of North Australia.

The Haritos family also established the barramundi trade down south and eventually kick-started the industry as they began exporting the fish to Melbourne in 1956.

As impressive a businessman as Eustratios was, he was a quiet man.

“Grandfather wasn’t a great talker, he was a hard worker, a sober kind of guy,” Adrienne Haritos says.

Quite different to his wife, Eleni.

“She worked hard in the heat of Darwin raising the children in the frontier town, establishing the family business and keeping chickens to sell the fresh eggs,” Adrienne remembers.

“A cheerful, loving lady.”

Amazingly, Eustratios invested a lot of time trying to tame Darwin’s icon, the crocodile, something his children immediately took on board.

One of his sons, George, kept a 13-foot crocodile in his backyard as a pet and even helped the Duke of Edinburgh, Prince Phillip, shoot and skin a crocodile in the 1950s.

More than 100 family members have been contacted for the reunion and are set to arrive on June 6 2015. They’re in the process of booking a large hall to host the opening event.

source: Neos Kosmos

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.