$2.500 έχασε ο κάθε εργαζόμενος της Αυστραλίας
Με οδυνηρές οικονομικές απώλειες για τους κατοίκους της Αυστραλίας ξεκίνησε το 2016.
Εκτιμάται ότι λόγω της κρίσης της κινεζικής οικονομίας που κλυδωνίζει και την παγκόσμια οικονομία, ο μέσος Αυστραλός είδε το superannuation του να μειώνεται κατά 2,5%. Δηλαδή κατά μέσον όρο έχασε 2.500 δολάρια.
Όσοι, μάλιστα, έχουν επιλέξει οι αποταμιεύσεις τους στο superannuation να επενδύονται σε υψηλού ρίσκου μετοχές, έχασαν ακόμα περισσότερα χρήματα.
Όμως δεν είναι μόνο οι απώλειες στο superannuation που έχουν επιπτώσεις στους κατοίκους της Αυστραλίας.
Η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας εκτιμάται πως ενδέχεται να δημιουργήσει μια μαύρη τρύπα ύψους 20 δισεκατομμυρίων στον προϋπολογισμό της χώρας.
Αν η πρόβλεψη αυτή επαληθευτεί, τότε αυτό σημαίνει νέες περικοπές και υψηλότερη φορολογία για να περιορισθούν τα ελλείμματα.
Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση Τέρνμπουλ εξετάζει το ενδεχόμενο αύξησης του φόρου Αγαθών και Υπηρεσιών, του γνωστού ως GST.
Το Εργατικό Κόμμα έχει ταχθεί εναντίον της αύξησης του φόρου του GST όπως υπογράμμισε το αρχηγός του, Μπιλ Σόρτεν, μετά την επιστροφή στα καθήκοντά του από τις διακοπές, ελπίζοντας ότι αυτό θα τον βοηθήσει να βελτιώσει τη δημοτικότητά του, η οποία εξακολουθεί να παρουσιάζει πτωτική τάση.
«Η αύξηση του GST από το 10% στο 15% είναι μια κακή ιδέα» λέει ο κ. Σόρτεν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το Εργατικό Κόμμα θα μπορέσει να ανατρέψει τυχόν αύξηση του φόρου αυτού που θα σημάνει ακριβότερα αγαθά αλλά και υπηρεσίες για όλους.
Δεδομένου της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, η κυβέρνηση Τέρνμπουλ ίσως να μην έχει άλλη επιλογή από το να αυξήσει το GST για να κάνει ξανά τους προϋπολογισμούς πλεονασματικούς.
Σύμφωνα δε με οικονομικούς αναλυτές το κινεζικό Χρηματιστήριο φαίνεται ότι είναι αντιμέτωπο με ακόμα … χειρότερες μέρες. Και η Κίνα θα γεννήσει περαιτέρω αστάθεια για τους επενδυτές το 2016 και θα πλήξει την αυστραλιανή οικονομία ιδιαίτερα.
Οι επενδυτές, λένε οι αναλυτές, θα πρέπει να συνηθίσουν πάντως στην αστάθεια της κινεζικής αγοράς, και για να γίνει αυτό καλό θα ήταν να κατανοήσουν τι καθοδηγεί τις αγορές σήμερα.
Κατ’ αρχήν, όταν δημοσιεύονται κάποια αρνητικά δεδομένα,
οι φόβοι της επιβράδυνσης στην Κίνα εκτοξεύονται πέραν κάθε υπερβολής επειδή υπάρχει έλλειψη διαφάνειας σε σχέση με την κινεζική οικονομία. Τους επενδυτές δεν τους πειράζει η ασάφεια όταν οι οικονομίες αναπτύσσονται, αλλά ενοχλούνται έντονα όταν οι οικονομίες επιβραδύνουν. Όταν συμβαίνει αυτό, σκέφτονται πάντα το χειρότερο.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι τιμές του πετρελαίου, οι οποίες μειώνονται εδώ και πάνω από έναν χρόνο. Συνήθως, οι επενδυτές αντιλαμβάνονται την πτώση των τιμών ως μια καλή είδηση για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς το φτηνότερο πετρέλαιο σημαίνει ότι οι καταναλωτές μπορούν να ξοδέψουν περισσότερα σε άλλα πράγματα. Όμως, οι επενδυτές αναρωτιούνται κατά πόσο αυτή η πτώση των τιμών καθοδηγείται από την προσφορά ή τη ζήτηση. Στο βαθμό που οι επενδυτές πιστεύουν ότι η μείωση καθοδηγείται από τη ζήτηση, αυτό γίνεται αντιληπτό ως ένδειξη αποδυνάμωσης της ζήτησης στην Κίνα.
Ευρύτερα, η Κίνα βρίσκεται εν μέσω μιας μετάβασης, από μια οικονομία βασισμένη στις επενδύσεις σε μια οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση, και αυτό δημιουργεί εμπόδια και δυσκολίες. Επιπλέον, η Κίνα προσπαθεί να κάνει τον καπιταλισμό να λειτουργήσει σε μια κομμουνιστική χώρα.
Πηγή:Νέος Κόσμος