Χριστουγεννιάτικα έθιμα και παραδόσεις

11_5

Σημαντικά για τον Eλληνικό λαϊκό πολιτισμό.

Τα Χριστούγεννα και οι εορτασμοί του Δωδεκαήμερου δεν είναι απλώς γιορτές σημαντικές για τη χριστιανοσύνη, αλλά και για το λαϊκό μας πολιτισμό, μιας και συνοδεύονται από αρκετά ενδιαφέροντα εθιμικά δρώμενα.

Τρία στοιχεία συνθέτουν συνήθως τις λατρευτικές εκδηλώσεις των Ελλήνων: το τρυφερό θρησκευτικό συναίσθημα, η αρχαία ελληνική καταγωγή και η επιδέξια προσαρμογή στις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Και αυτός ο σπουδαίος συνδυασμός φαίνεται σε όλες τις εκδηλώσεις και τα έθιμά μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του υπέροχου συνδυασμού βρίσκουμε στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα της υπαίθρου, όπου τα παιδιά ψάλλοντας εκτός του μηνύματος της Γέννησης επιμένουν και σε λεπτομέρειες του τρόπου ανατροφής του Θείου Βρέφους: «Γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα, το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…».

Με έθιμα και παραδόσεις, λοιπόν, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο, ετοιμάζονται όλες οι πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας να υποδεχτούν τη γέννηση του Χριστού, την πρώτη μέρα του νέου χρόνου και τα Θεοφάνια. Πόλεις και χωριά στολίζονται, φωταγωγούνται, ντύνονται με μελωδίες και προετοιμάζονται για την άφιξη της πιο χαρούμενης γιορτής της Χριστιανοσύνης. Με το πέρασμα των χρόνων, αλλά με τις αλλαγές που έφερε η τεχνολογία και ο πολιτισμός κάποια παραδοσιακά ήθη και έθιμα ξεχάστηκαν, κάποιες παραδόσεις όμως εξακολουθούν να δίνουν ξεχωριστό χρώμα στις περιοχές που τις τηρούν ακόμα.

Ας κάνουμε μαζί ένα οδοιπορικό στην πατρίδα μας, για να θυμηθούμε κάποιες από τις ιστορίες των παππούδων μας και ας τις διηγηθούμε στα παιδιά μας, για να κρατήσουμε ζωντανό ένα μικρό κομμάτι της καταγωγής μας… Τότε που οι δίπλες χρυσοψήνονταν στο φούρνο του σπιτιού, μελώνονταν και πασπαλίζονταν με κανέλα και καρύδια… Τότε που τα μελομακάρονα ήταν αποκλειστικά για τα Χριστούγεννα κι οι κουραμπιέδες για την Πρωτοχρονιά… Τότε που άνοιγαν τα μπαούλα και έβγαιναν οι φλοκάτες οι γιορτινές και τα πλουμιστά υφαντά… Τότε που έμπαινε στο τζάκι το Χριστόξυλο και σιγόκαιγε ως το πρωί… Τότε που η γιαγιά σιγόβραζε τη νόστιμη κοτόσουπα, «που θα ‘ταν φάρμακο, μετά τη νηστεία»… Τότε που ο παππούς έλεγε συνέχεια αστείες ιστορίες για τους καλικάντζαρους και τις ζαβολιές τους, τα παθήματα και τις σκανταλιές τους…

Ας γυρίσουμε λίγο το χρόνο πίσω και ας διηγηθούμε και εμείς ιστορίες στα παιδιά.

«ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ»

Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου τόσο για εμάς τους μεγάλους όσο και για τα παιδιά είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο όμως αυτό ήρθε στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς και για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες και τα φωτάκια του μπήκε σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

Στην Ελλάδα «πρόδρομος» του χριστουγεννιάτικου δέντρου θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή αλλιώς σκαρκάνζαλος. Επρόκειτο για ένα γερό και χοντρό ξύλο από αχλαδιά, αγριοκερασιά ή κάποιο άλλο αγκαθωτό δέντρο. Οι πρόγονοί μας προτιμούσαν τα αγκαθωτά δέντρα γιατί, κατά τη λαϊκή παράδοση, απομάκρυναν τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους μακριά από το σπίτι. Στα χωριά της βορείου Ελλάδας το χριστόξυλο μπορεί να ήταν το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που μπορεί και από το καλοκαίρι ακόμη να το είχαν ετοιμάσει για εκείνη τη νύχτα.

Οι χωρικοί τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων με σκοπό να καίει συνέχεια στη φωτιά από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Η φωτιά έπρεπε να είναι αναμμένη για δυο λόγους: για να ζεσταίνεται η Παναγία και ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ, αλλά και για να μένουν έξω από το σπίτι οι καλικάντζαροι, που εκείνες τις «αβάφτιστες ημέρες» τριγύριζαν πάνω στη γη γεμάτοι πονηριά.

«ΚΛΩΝΑΡΙΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ» ΚΑΙ «ΠΑΝΤΡΕΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ»

Επειδή η Ελλάδα ήταν κυρίως γεωργική χώρα, οι δραστηριότητες (σπορά, καλλιέργεια), αλλά και οι αγωνίες (αβέβαιος καιρός και συγκομιδή) του έλληνα γεωργού ήταν έντονες στα θρησκευτικά του έθιμα. Η φωτιά στο τζάκι μέσα στο καταχείμωνο μεγάλωνε το όνειρο της σοδειάς και πολλές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων είχαν γεωργικό χαρακτήρα.

Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα οι χωρικοί έβαζαν 12 αδράχτια στο τζάκι, για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι και να μην κατεβαίνουν από την καπνοδόχο.

Υπό την πίεση των μεγάλων χριστιανικών γιορτών, οι αρχαίες γιορτές εξαλείφθηκαν με την πάροδο των αιώνων. Έμειναν, όμως, οι δοξασίες, οι θρύλοι και ο μεταφυσικός φόβος για τα δαιμονικά του Δωδεκαημέρου, τους δικούς μας καλικάντζαρους.

Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μαύρα, άσχημα και ψηλά πλάσματα, με κόκκινα μάτια, τριχωτό σώμα και τραγίσια πόδια. Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη και προσπαθούσαν να κόψουν το τεράστιο δέντρο που την κρατούσε με όλες τις πολιτείες και τα χωριά της. Ήθελαν να τη δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές, όμως, Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη Γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους.

Έμεναν στη Γη μέχρι τα Φώτα, που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: «Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ’ ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του», και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι καλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι, η γη κατάφερνε να μείνει στη θέση της και οι παππούδες συνέχιζαν να διηγούνται ιστορίες στα άτακτα εγγόνια τους και να τα συμβουλεύουν ότι αν δεν ήθελαν να βγάλουν… καλόγηρους, τότε από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνια δεν έπρεπε να τρώτε ελιές, φασόλια και σύκα.

«ΤΟ ΑΝΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΡΝΑΡΙ» ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή. Σύμφωνα, όμως, με την παράδοση βρήκαν ένα ξερό πουρνάρι και έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Αυτή η συνήθεια υπήρχε παλιά σε πολλά χωριά της Ηπείρου και όποιος πήγαινε στο σπίτι του γείτονα για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παντρεμένα παιδιά που πήγαιναν στο πατρικό τους για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούσαν ένα κλαρί πουρνάρι ή κάποιο άλλο φυτό που καιγόταν τρίζοντας. Στο δρόμο το άναβαν και το πήγαιναν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι γεμίζοντας χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.

Ακόμη και σήμερα σε κάποια χωριά διασώζεται κάτι απ’ αυτή την παλιά συνήθεια. Πολλοί κρατούν στη χούφτα τους λίγα δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπουν και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»

«ΤΟ ΤΑΪΣΜΑ ΤΗΣ ΒΡΥΣΗΣ»

Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων (σε κάποια χωριά αυτό γίνεται παραμονή Πρωτοχρονιάς) γίνεται το λεγόμενο «τάισμα της βρύσης». Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το άκραντο νερό». Το έλεγαν άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε μιλούσαν καθόλου σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι τη βρύση. Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.

«ΜΩΜΟΓΕΡΟΙ» ΚΑΙ «ΣΠΟΡΔΙΣΜΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ»

Στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας, οι κάτοικοι (η πλειονότητα των οποίων έχουν τις ρίζες τους στον Πόντο και τη Μικρά Ασία) έχουν καταφέρει να διατηρήσουν ζωντανές πολλές από τις παραδόσεις τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολιτιστική παράδοση του νομού Δράμας με την πλούσια λαογραφία και τα διονυσιακά δρώμενα που πραγματοποιούνται όλες τις εποχές του χρόνου.

Οι Μωμόγεροι, ένα είδος λαϊκού παραδοσιακού θεάτρου, αναβιώνει στους Σιταγρούς και τα Πλατανιά, χωριά όπου υπάρχουν πρόσφυγες από τον Πόντο. Η ονομασία Μωμόγεροι (από τις λέξεις μίμος και γέρος) προέρχεται από τις μιμητικές κινήσεις που κάνουν οι πρωταγωνιστές με μορφές γεροντικών προσώπων.

Φορούν τομάρια ζώων (λύκων, τράγων ή άλλων) ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου των εορτών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνια) και προσδοκώντας να φέρουν τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.

Παραλλαγές του ίδιου εθίμου συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια. Εκεί πολλοί φέρουν κουδούνια και περιφέρονται στα χωριά κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους. Πρόκειται για ένα έθιμο που συμβολίζει τον καθαρμό και την εκδίωξη των δαιμονικών όντων και των κακοποιών στοιχείων του Δωδεκαήμερου.

Τα παλιά χρόνια σε πολλά χωριά της Μάνης, την παραμονή των Χριστουγέννων τα παιδιά γύριζαν το πρωί και τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας ένα μακρύ ξύλο σαν σπαθί και μια ξύλινη «καμήλα». Η καμήλα ήταν σαν ένα μεγάλο ξύλινο στραβό ψαλίδι και είχε στο κάτω μέρος της ένα κουδουνάκι. Τα παιδιά πήγαιναν στα σπίτια, κουνούσαν την καμήλα και τραγουδούσαν: «Ντίου, ντίου, ήρθε η καμήλα, δώσε την κουλίκα». Εκείνα τα χρόνια τα παιδιά δεν έπαιρναν χρήματα, αλλά καρύδια, φρούτα και κουλίκια (κουλούρια), που τα περνούσαν στο μακρύ ξύλο.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

Από τις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων, πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που αφορούσε το ζύμωμα του χριστόψωμου. Το ζύμωμα αυτό θεωρείτο θείο έργο και οι νοικοκυρές έφτιαχναν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια, υπομονή και ειδική μαγιά, που σε κάποιες συνταγές περιείχε και αποξηραμένο βασιλικό.

ΤΣΙΓΑΡΙΘΡΕΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΟΨΩΜΑ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ

Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων σε ορισμένες περιοχές, όπως σε αυτές τις Λοκρίδας, το «τσίκνιζαν». Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τα ξημερώματα των Χριστουγέννων άναβαν τις φωτιές και πριν ακόμα βγει ο ήλιος είχαν ήδη στήσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με χοιρινά και μεζέδες.

Τσιγαρίθρες, λουκάνικα, μπουμπάρια, χριστόψωμα, βασιλόψωμα, βασιλοκουλούρες, μπακλαβάδες και πολλά κάλαντα ήταν γεμάτα τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά στη Ρούμελη. Είτε με καρύδια που ήταν επικρατέστερο είτε με αμύγδαλα, κάθε σπίτι στη Ρούμελη είχε το μπακλαβά του. Υπήρχε μάλιστα ανταγωνισμός στις νοικοκυρές για το ύψος που θα είχε το γλυκό τους, το μέγεθος του ταψιού που θα χρησιμοποιούσαν, ενώ τις προηγούμενες ημέρες το ξενύχτι ήταν δεδομένο για να ανοίξουν τα χειροποίητα «φύλλα».

ΧΟΙΡΙΝΕΣ ΤΗΓΑΝΙΕΣ, ΠΗΧΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΕΝΤΑ

Σε πείσμα των καιρών στη Σάμο, κυρίως στα χωριά και τουλάχιστον από τους γηραιότερους, πολλά έθιμα τηρούνται κατά γράμμα. Πολλές είναι ακόμη οι νοικοκυρές που φτιάχνουν τις παραμονές των Χριστουγέννων σπιτικούς κουραμπιέδες, μελομακάρονα, μπακλαβά με σουσάμι και καρύδι και «κατάδες». Οι γιαγιάδες, άλλωστε, τονίζουν ότι τα γλυκά θα γλυκάνουν τον νεογέννητο Χριστό.

Πηγή:Νέος Κόσμος

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.