Στις 18 Οκτωβρίου ο δημοφιλής καλλιτέχνης εμφανίζεται στο Sidney Myer Music Bowl, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Μελβούρνης .
Στα 15 του ήταν το παιδί-θαύμα της Κύπρου, λίγα χρόνια μετά θα γίνει και ο τραγουδοποιός-θαύμα της Ελλάδας. Πλατινένιοι δίσκοι, υπέρογκες αμοιβές, αποθεωτικές συναυλίες, διακρίσεις και συνεργασίες με την αφρόκρεμα της δισκογραφίας συνθέτουν τα συστατικά μιας μεγάλης καριέρας. «Η επιτυχία είναι ευχή και κατάρα. Είναι δώρο και τιμωρία μαζί, είναι ο παράδεισος και η κόλαση» δηλώνει ο Μιχάλης Χατζηγιάννης σε κάποιες από τις συνεντεύξεις του. Κι εκείνος το ξέρει από πρώτο χέρι -ειδικά τις τελευταίες μέρες.
Η οδός Μυκόνου στου Ζωγράφου είναι ένας μικρός ανηφορικός δρόμος, κάθετος στην Ηρώων Πολυτεχνείου και στη Γεωργίου Ζωγράφου, πολύ κοντά στην Πολυτεχνειούπολη και στη φοιτητική εστία. Στην αρχή του στενού, μία 18χρονη φοιτήτρια του Παντείου από τη Λευκωσία της Κύπρου, η Διαμάντω, είχε ήδη νοικιάσει το ισόγειο διαμέρισμα των 80 περίπου τετραγωνικών, στο οποίο περίμενε να συγκατοικήσει, έπειτα από δύο χρόνια, με τον τότε σύντροφό της, φαντάρο ακόμη στην πράσινη γραμμή της Κύπρου και ένα χρόνο μεγαλύτερό της, Μιχάλη Χατζηγιάννη.
Στην Αθήνα κανείς δεν γνώριζε ακόμη τον Μιχάλη. Μόνο τη φωνή του. «Εδώ δεν με ξέρει κανείς!» συνήθιζε να λέει σε φίλους του την πρώτη περίοδο παραμονής του στην Αθήνα. Φαινόταν να το απολαμβάνει πολύ, αφού το παιδί-φαινόμενο της Κύπρου αισθανόταν πως ίσως και να μπορούσε να ξαναζήσει στα 20 του πια, σε μια μεγαλούπολη, τα χαμένα ανέμελα χρόνια που του είχε στοιχίσει η μεγάλη αναγνωρισιμότητα στη Μεγαλόνησο. Να κάνει ό,τι επιθυμούσε χωρίς το βάρος της μεγάλης, σαρωτικής ίσως, διασημότητας. Για πρώτη φορά στη ζωή του. Μόλις στα 16 του, τραγουδούσε ρεμπέτικα σε ένα κέντρο της Κύπρου, μέχρι τα 18 του είχε ήδη τρεις πλατινένιους δίσκους, ενώ η σύγκριση με τη φωνή του Νταλάρα ως μέγας έπαινος στις φωνητικές του ικανότητες έδινε κι έπαιρνε από τους επαΐοντες. Μεγάλοι έπαινοι, μεγάλο το βάρος και η φουσκοθαλασσιά για το μυαλό ενός εφήβου, που ως ασπίδα προστασίας προέτασσε την αγάπη του για τη μουσική, εκείνη που έβγαλε το όνομα Μιχάλης Χατζηγιάννης από την ανωνυμία και το εκτόξευσε στα ύψη της διασημότητας. Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του δεν χωρούσαν στα όρια της Κύπρου. Στην Αθήνα θα ανοίξει τα φτερά του και θα διακτινιστεί στα ουράνια.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ήδη το «Άγγιγμα ψυχής», το πρώτο CD στο οποίο συμμετείχε στην ελληνική δισκογραφία με δύο τραγούδια, το ομότιτλο και το «Σώμα που ζητάς», ακουγόταν πολύ από τα ραδιόφωνα. Ο ίδιος ονόμαζε τον Γιώργο Χατζηνάσιο «δάσκαλό» του, ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει να συνεργάζονται στο «Taboo» (στη δεύτερη σεζόν του επιτυχημένου τότε σχήματος προστέθηκε η Αλέξια και ο Πέτρος Γαϊτάνος). Παρ’ όλα αυτά, δεν συνεχίστηκε η συνεργασία τους στο πρώτο του ολοκληρωμένο CD, την «Παράξενη γιορτή», αν και ήταν κάτι που επιθυμούσε πολύ ο συνθέτης και, όπως λένε, απογοητεύτηκε πολύ από τον «μαθητή» του. Αντ’ αυτού, ο νεαρός τότε φέρελπις στην Αθήνα τραγουδιστής επέλεξε να συνεργαστεί με τον Λάκη Παπαδόπουλο, τη Σάννυ Μπαλτζή, τον Κυριάκο Ντούμο (στέλεχος και δεξί χέρι του Σταμάτη Μαλέλη στο STAR και σήμερα στον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ) και να διασκευάσει τραγούδια της Λένας Πλάτωνος και του Μάνου Χατζιδάκι. Πολλοί ήταν εκείνοι που απόρησαν πώς ο γιος του σπουδαίου συνθέτη, Γιώργος Θεοφανόπουλος-Χατζιδάκις, επέτρεψε τη διασκευή του «Θάλασσα πλατιά» σε έναν νέο, άγνωστο ακόμη στην Ελλάδα τραγουδιστή. Η μουσική προίκα όμως και τα διαπιστευτήρια που ήδη έφερε από την Κύπρο μόνο σε έναν άλλο, πιο έντεχνο μουσικό δρόμο παρέπεμπαν και όχι στο μετέπειτα σουξέ και μεγαλύτερή του μέχρι σήμερα εμπορική επιτυχία, το «Χέρια Ψηλά».
Μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου του CD στην Ελλάδα, το 2000 από την τότε BMG, o Μιχάλης στην Κύπρο ήταν ήδη σταρ: από τα 15 του, στην τηλεοπτική εκπομπή «Αφετηρίες» όπου πρωτοεμφανίστηκε, τότε που τραγούδησε «Αν υπάρχει λόγος» και ταυτίστηκε η δική του φωνή με εκείνη του Γιώργου Νταλάρα. Στην κριτική επιτροπή ήταν τότε και ο Δώρος Γεωργιάδης (γνωστός από την επιτυχία που είχε κάνει στην Ελλάδα με το «Αν ήμουν πλούσιος»), με τον οποίο συνεργάστηκε στο δεύτερο CD του «Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης τραγουδά Δώρο Γεωργιάδη». Ο Μιχάλης ήταν ήδη, χωρίς καμία αμφιβολία, ο μεγαλύτερος σταρ κάτω των 18 που είχε γεννήσει ποτέ η Κύπρος. Αν και τα τοπικά έντυπα του νησιού και οι «μουσικοί κύκλοι» αναφέρονταν σε μια «χαριτωμένη» κόντρα του ίδιου με τον Κωνσταντίνο Χριστοφόρου, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τη δυναμική και το τεράστιο εκτόπισμα του νεαρού τότε Χατζηγιάννη.
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Με καταγωγή από την Κερύνεια, οι γονείς του Γιάννης και Ρένα, ως πρόσφυγες, είχαν χάσει τα πάντα αμέσως μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και προσπαθούσαν να κάνουν μια νέα αρχή στο ενοικιαζόμενο σπίτι τους, στην οδό Λυκαβηττού του Δήμου Αγλατζιάς, κοντά στη Λευκωσία, με τα δύο τους παιδιά. Αρκετά χρόνια αργότερα βέβαια, στην ίδια περιοχή, η οικογένεια Χατζηγιάννη θα αγόραζε μία μονοκατοικία στην οδό Τερψιχόρης, όπου θα χτιζόταν το νέο σπίτι, τριών ορόφων, στο οποίο σήμερα διαμένουν, στο ισόγειο οι γονείς του τραγουδιστή, στον πρώτο όροφο η μεγαλύτερη αδελφή του Μελίνα, η οποία εργάζεται ως δασκάλα, μαζί με τον σύζυγό της και το παιδί τους, ενώ ο τελευταίος όροφος προορίζεται αποκλειστικά για τον ίδιο τον τραγουδιστή.
Ήδη ο Μιχάλης είχε αλλάξει. Και σίγουρα δεν ήταν το μικρό εκείνο αγόρι που τραγουδούσε την πρώτη του μεγάλη δισκογραφική επιτυχία «Η αγάπη δεν φοβάται» στο πρώτο του (κυπριακό) CD με τίτλο «Σενάριο», σε μουσική του Άντρου Παπαπαύλου και στίχους του καλού του τότε φίλου Λεωνίδα Μαλένη (είναι ο ποιητής που έγραψε το «Χρυσοπράσινο φύλλο», τον «δεύτερο εθνικό ύμνο της Κύπρου» όπως τον αποκαλούν κάποιοι, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη), με τον οποίο, όπως λένε όσοι τον ξέρουν καλά, χάθηκαν στην πορεία. «Όλοι μας έχουμε κάνει κακά πράγματα στη ζωή μας και έχουμε συμπεριφερθεί με τρόπο που δεν μας κάνει περήφανους. Ασφαλώς και θα ήθελα να ζητούσα συγγνώμη από κάποιους ανθρώπους. Κι όσο κι αν η μνήμη μου θέλει να είναι επιλεκτική, δυστυχώς δεν μπορώ να μην τα θυμάμαι. Γιατί η ψυχή βλέπει και το καλό και το κακό και δεν διαγράφει τίποτα», είχε πει κάποτε ο ίδιος, με σαφείς αναφορές στην πορεία του, όπου ενδεχομένως σάρωσε και κάποιους που δεν έπρεπε στο πέρασμά της.
Η συνέχιση της καριέρας του στόχευε μόνο στην κορυφή: σπουδαίες συνεργασίες με την Αλεξίου, τη Γαλάνη, τον Νταλάρα, τον Τερζή κ.ά., οι δίσκοι του ξεπερνούν σε πωλήσεις κάθε άλλο προηγούμενο της ελληνικής δισκογραφίας, με αποκορύφωμα το «Κρυφό φιλί», την «Ακατάλληλη σκηνή» και το «Φίλοι και εχθροί». Δεν είναι τυχαίο που πήρε το ειδικό βραβείο «Best Selling Artist of the Decade» κάνοντας πωλήσεις πάνω από 3.500.000 αντίτυπα από το 2000 έως το 2010, με sold out συναυλίες και χιλιάδες θαυμαστές και θαυμάστριες. Θα σκεφτόταν κάποιος πως δεν υπάρχει πουθενά ρωγμή σε αυτή την ξέφρενη, ιλιγγιώδη πορεία του κατευθείαν στο Νο 1. Όλα καλά.
Ο Μιχάλης, όπως λένε όσοι τον ξέρουν καλά, δεν εμπιστεύεται εύκολα ανθρώπους. Ακόμη και τις επαγγελματικές του αποφάσεις ή το χειρισμό της δημόσιας εικόνας του -συνεντεύξεις σε έντυπα και εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές-, παρόλο που συνεργάζεται πολλά χρόνια με ένα-δυο συγκεκριμένους ανθρώπους, τις λαμβάνει πάντα ο ίδιος. Δεν επηρεάζεται εύκολα από τρίτους και σίγουρα δεν υπήρξε ποτέ υποχείριο κανενός.
Κι αν ήταν από την αρχή γεννημένος σταρ, ως πολύ έξυπνος άνθρωπος γνώριζε πως αυτό θα είχε και το τίμημά του. Δικαίως. «Έχω απαλλαγεί από τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, δεν τον θέλω, δεν είμαι πια ο Μιχάλης Χατζηγιάννης» δήλωνε τον Δεκέμβριο του 2013, προσπαθώντας ίσως να αποποιηθεί το brand name του. Σαν να ήταν κι αυτό ένα κομμάτι των αγαπημένων του δικαστικών ταινιών που έβλεπε μικρός, με δικηγόρους, διαβόλους, ενόχους και αθώους, κάτι που τον έκανε για μεγάλο χρονικό διάστημα να θέλει να ασχοληθεί με σπουδές Νομικής, αν και δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το προέβλεπε άλλωστε με δηλώσεις του. Ίσως για αυτοπροστασία. Μπορεί και από ένα διαβολικό ένστικτο που είχε και που άλλοτε τον ανέβαζε ως «καλύτερο τραγουδιστή της δεκαετίας» και άλλοτε τον γκρέμιζε ως «καριερίστα σε κρίση»: «Το να ανακαλύπτεις από την αρχή τον εαυτό σου, να αλλάζει η οπτική γωνία σου και να αναδύονται από μέσα σου καινούρια πράγματα μόνο χρήσιμο μπορεί να είναι. Ανακάλυψα ότι μπορώ να είμαι έντονα ευαίσθητος, ότι μπορώ να θυμώσω. Έπρεπε να ξεπεράσω πολλά όρια» δήλωνε. Δεν είχε και άδικο. Ήξερε πια ότι η αναγνωσιμότητα έχει μεγάλο τίμημα, όπως ήξερε ότι ο επόμενος δρόμος μετά την κορυφή είναι η κατάβαση. Ότι οι κύκλοι ανοίγουν και κλείνουν κι αν ποτέ μπει λουκέτο στην επιχείρηση «Χατζηγιάννης», ο Μιχάλης θα πρέπει να έχει φροντίσει για τις δικλίδες ασφαλείας του. Η αυτογνωσία ήταν πάντοτε ένα από τα μεγάλα του πλεονεκτήματα.
Η ΖΩΗ ΠΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΖΕΤΑΣ
«Ο ανώτερος κριτής είναι η ψυχή μας και η ψυχή δεν λέει ποτέ ψέματα» συνηθίζει να λέει ο ίδιος. Αν ήταν κάτι που έσωσε τον Μιχάλη από μία «περίεργη», ίσως και «εκτός ορίων» εποχή της ζωής του, κάτι σαν ξέσπασμα από την εφηβεία που δεν κατάφερε ποτέ να ζήσει και η οποία συνέπεσε με την περίοδο της απόλυτης επιτυχίας του, αυτό ήταν η σχέση του με τη Ζέτα Μακρυπούλια. Για κάποιους η συγκεκριμένη σχέση υπήρξε «λάθος κίνηση» για τον εσωστρεφή μέχρι τότε τραγουδοποιό, που τον έφερε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας «για τους λάθος λόγους». Είχε προηγηθεί βέβαια μία κοινή φωτογράφηση για εξώφυλλο μηνιαίου περιοδικού με την τότε σύντροφό του Δέσποινα Ολυμπίου, αλλά κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει το μιντιακό εκτόπισμα των δύο γυναικών. Για άλλους, όμως, ήταν η Ολυμπίου «η γυναίκα που έπρεπε να έχει πλάι του», στην οποία, όπως ο ίδιος λέει στις ελάχιστες αναφορές που έχει κάνει μέχρι τώρα σε εκείνη, θαυμάζει την καλοσύνη της, την ψυχή της, την προσωπικότητά της. Μέχρι τότε δήλωνε σε συνεντεύξεις του: «…Σε μία πορεία με κεκτημένη ταχύτητα δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ με άλλα πράγματα. Φυσικά, υπήρξαν άνθρωποι στη ζωή μου που ήταν αρκετά σημαντικοί. Και για να μην το γενικεύω, υπήρξε ένας άνθρωπος στη ζωή μου που ήταν πολύ σημαντικός γιατί ήταν κοντά μου με πολύ αγνές και ανιδιοτελείς προθέσεις. Απλά εγώ ήμουν σε άλλη φάση…». Και αλλού: «Με τον έρωτα δεν συμπορευτήκαμε ποτέ. Ήταν πάντοτε σε δεύτερη μοίρα στη ζωή μου. Σιγά-σιγά βέβαια ανακαλύπτεις πως το νόημα της ζωής δεν είναι μόνο η καριέρα αλλά κι άλλα πράγματα, όπως ο έρωτας…». Και τον βρήκε στα μουσικά βραβεία MAD του 2010, όπου γνωρίστηκε με τη Ζέτα Μακρυπούλια.
Έκτοτε οι δυο τους συνηθίζουν να γιορτάζουν τη συγκεκριμένη ημέρα του Ιουνίου ως μέρα γνωριμίας. Είναι η πρώτη φορά που ο Μιχάλης θα βάλει την καριέρα σε δεύτερη μοίρα στη ζωή του. Και θα αφεθεί. Πρωτόγνωρα για εκείνον, τον άλλοτε μεθοδικό, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Η Ζέτα, όπως παραδέχονται όλοι όσοι τους ξέρουν, θα φέρει αλλαγές στη ζωή του Μιχάλη που δεν φανταζόταν κανείς μέχρι τότε: Ξεκίνησε να ξυπνάει νωρίς, να τρέφεται υγιεινά και σωστά -συνήθως του μαγειρεύει η ίδια η Ζέτα-, να γυμνάζεται, να αποβάλλει από τη ζωή του ανθρώπους και παρέες που ίσως να του θύμιζαν μια άλλη εποχή της ζωής του, πιο «σκοτεινή» και, σίγουρα, πολύ μοναχική.
Σήμερα ο Μιχάλης είναι πια 35 χρόνων (στις 5 Νοεμβρίου θα γίνει 36). Και το μόνο που δεν έκανε μέχρι σήμερα στη ζωή του ήταν να πουλήσει φτηνά κάτι από τον πολύτιμο εαυτό του.
Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς το μέγεθος της περιουσίας του Μιχάλη. Σίγουρα, πάντως, αυτό που δεν μπορούν να του καταλογίσουν οι «εχθροί» του είναι ότι δεν δούλεψε σκληρά για ό,τι έχει σήμερα στην κατοχή του.